Η Εξέλιξη των Μαθητικών Προαγωγών στα Λύκεια και οι Προβληματισμοί για την Αξιολόγηση
Τα τελευταία χρόνια, η εκπαιδευτική διαδικασία στο Λύκειο στην Ελλάδα έχει προκαλέσει έντονη συζήτηση σχετικά με τη νομοθεσία που καθορίζει τις προαγωγές των μαθητών και την απόκτηση του απολυτηρίου. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα που έχει αναδειχθεί είναι η δυνατότητα προαγωγής μαθητών στην επόμενη τάξη, παρόλο που οι επιδόσεις τους σε βασικά μαθήματα είναι κάτω από τη βάση. Αυτό το φαινόμενο, το οποίο έχει πάρει διαστάσεις, έχει θέσει σε αμφισβήτηση την αξία του απολυτηρίου και την ποιότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, και έχει προκαλέσει ανησυχία για τις συνέπειες αυτής της κατάστασης για τους μαθητές και το μέλλον τους.
Η Εφαρμογή των Τροποποιητικών Διατάξεων και τα Αποτελέσματα
Η νομική ρύθμιση που έχει επηρεάσει την εκπαιδευτική διαδικασία είναι οι τροποποιητικές διατάξεις του 2019 που εισήγαγε η πρώην υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως. Οι αλλαγές αυτές αφορούν την προαγωγή των μαθητών στο Λύκειο, οι οποίοι πλέον μπορούν να προάγονται στην επόμενη τάξη, ακόμα και αν οι βαθμοί τους είναι κάτω από τη βάση σε βασικά μαθήματα. Ωστόσο, το φαινόμενο αυτό είχε ήδη ξεκινήσει να εμφανίζεται από το σχολικό έτος 2021-22, όταν οι γραπτές εξετάσεις επανήλθαν μετά την πανδημία και τα περιοριστικά μέτρα. Κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών 2019-20 και 2020-21, η προαγωγή των μαθητών έγινε με βάση τις προφορικές βαθμολογίες, καθώς οι γραπτές εξετάσεις δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της καραντίνας. Έτσι, τότε δεν διαπιστώθηκε το πρόβλημα που αργότερα εμφανίστηκε όταν οι βαθμολογίες των μαθητών στις γραπτές εξετάσεις ήταν πολύ χαμηλότερες από αυτές των προφορικών.
Παράδοξα Παραδείγματα Προαγωγής Μαθητών
Αναδεικνύοντας τη διάσταση του προβλήματος, υπάρχουν διάφορα παραδείγματα που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές προάγονται με πολύ χαμηλές επιδόσεις. Στο σχολικό έτος 2024-2025, για παράδειγμα, μαθητής της Γ’ Λυκείου απολύεται με βαθμό 11,7, έχοντας βαθμολογίες 8 σε βασικά μαθήματα όπως άλγεβρα, γεωμετρία, φυσική, χημεία, βιολογία, αρχαία ελληνικά, λογοτεχνία και έκθεση, ενώ βαθμολογείται με 12 σε μαθήματα όπως γυμναστική, αγγλικά και θρησκευτικά. Παρόλο που οι μαθητές αυτοί έχουν χαμηλούς βαθμούς σε κρίσιμα μαθήματα, καταφέρνουν να περάσουν στην επόμενη τάξη λόγω του συστήματος υπολογισμού του μέσου όρου βαθμολογίας, το οποίο δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική αξία των επιδόσεων τους.
Απαξίωση της Αξιολόγησης και των Βασικών Μαθημάτων
Η κατάσταση αυτή, όπου οι μαθητές μπορούν να προάγονται χωρίς να αποδεικνύουν την πραγματική τους ικανότητα σε βασικά μαθήματα, έχει δημιουργήσει μια αίσθηση απαξίωσης για το σύστημα αξιολόγησης και τα ίδια τα μαθήματα. Παρά την ύπαρξη των πανελλαδικών εξετάσεων, που θεωρούνται από πολλούς ως το πιο αξιόπιστο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, πολλές επιλογές και παράλληλες διαδικασίες (όπως οι εξετάσεις στα Πρότυπα Σχολεία και τα προγράμματα σπουδών που επιτρέπουν την απευθείας πρόσβαση στα πανεπιστήμια) έχουν οδηγήσει στο γεγονός ότι το απολυτήριο Λυκείου χάνει την αξία του ως κρίσιμο διαβατήριο για την είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση.
Η επικριτική αυτή στάση απέναντι στο εκπαιδευτικό σύστημα δείχνει ότι οι μαθητές και οι οικογένειες τους βρίσκουν τρόπους να παρακάμπτουν τις αδυναμίες του, είτε με τη βοήθεια φροντιστηρίων είτε με τη στροφή τους προς τη σπουδή στο εξωτερικό. Αυτό σημαίνει ότι η αξία του απολυτηρίου Λυκείου ως κριτήριο για την επαγγελματική αποκατάσταση και την εισαγωγή σε πανεπιστημιακά προγράμματα αμφισβητείται, ακόμη και αν σε θεωρητικό επίπεδο συνεχίζει να διατηρεί τη διακρατική του αξία.
Η Νομοθεσία και οι Αλλαγές στο Σχολικό Σύστημα
Το ζητούμενο σήμερα είναι το μέλλον αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής και το κατά πόσο αυτή μπορεί να αναστραφεί ή να βελτιωθεί. Ορισμένοι εκπαιδευτικοί και ειδικοί υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα έγκειται στην πολιτική που εστιάζει περισσότερο στη συγκάλυψη των αδυναμιών του συστήματος παρά στην επίλυση τους. Πολλοί αναφέρουν ότι η εμμονή με την επιθυμία να “περνάνε όλοι οι μαθητές” έχει οδηγήσει σε καταστάσεις όπου η αριστεία και η πραγματική εκπαίδευση υποβαθμίζονται προς όφελος της κοινωνικής αποδοχής και των πολιτικών συμφερόντων.
Επιπλέον, η ισχύουσα νομοθεσία δεν προβλέπει επαρκείς μηχανισμούς για την πραγματική αξιολόγηση των μαθητών, καθώς η βάση που έχει θεσπιστεί για τη προαγωγή τους είναι εξαιρετικά χαμηλή. Αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές δεν υπόκεινται σε αυστηρές εξετάσεις ή δοκιμασίες που να αντανακλούν την πραγματική τους προετοιμασία. Αν και η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης μπορεί να είναι ένας στόχος των κυβερνητικών στρατηγικών, το αποτέλεσμα είναι μια γενική υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης.
Οι Προοπτικές και η Αναγκαία Αλλαγή
Είναι σαφές ότι για να ανατραπεί η παρούσα κατάσταση στο εκπαιδευτικό σύστημα, θα πρέπει να υπάρξει μια συνολική αναθεώρηση των διαδικασιών προαγωγής και αξιολόγησης των μαθητών. Η εφαρμογή αντικειμενικών εξετάσεων σε βασικά μαθήματα, η επιβολή αυστηρών κριτηρίων για τη προαγωγή τους και η αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών είναι μόνο μερικά από τα μέτρα που μπορεί να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης και να εξασφαλίσουν ότι οι μαθητές αποκτούν τις απαραίτητες γνώσεις και ικανότητες για να σταδιοδρομήσουν στο μέλλον.
Οι επόμενες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να εστιάσουν στην ενίσχυση της εκπαιδευτικής αριστείας, στον καθορισμό σαφών και δίκαιων κριτηρίων για τη προαγωγή των μαθητών και στην επαναφορά μιας αξιοκρατικής διαδικασίας αξιολόγησης. Αν συνεχιστεί η πολιτική που επιτρέπει την προαγωγή με βαθμούς κάτω από τη βάση και χωρίς επαρκή αξιολόγηση των πραγματικών επιδόσεων των μαθητών, η κοινωνία και η οικονομία θα κληθούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μιας γενιάς που δεν έχει εκπαιδευτεί κατάλληλα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του σύγχρονου κόσμου.
Η αναγκαία μεταρρύθμιση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην πλήρη αναδιάρθρωση των εξετάσεων, στην ενίσχυση του προγράμματος σπουδών και στην επαναφορά της αξίας του απολυτηρίου ως ένα πραγματικό κριτήριο για την εκπαιδευτική και επαγγελματική σταδιοδρομία των μαθητών.