Ηταν ένας δύσκολος χειμώνας για την κυρία Ντίνα Κώνστα. Οι ιώσεις την κρατούσαν συχνά στο σπίτι κρεβατωμένη, με αποτέλεσμα να αναβάλλουμε συνεχώς τη συνάντησή μας.
Μέχρι που μια ηλιόλουστη μέρα, εκεί που δεν το περίμενα, μου απάντησε θετικά, λέγοντάς μου «έλα, είμαι πολύ καλύτερα», με εκείνη τη χαρακτηριστική της φωνή, στην οποία όντως αναγνώριζα τον δυναμισμό και τη χαρά της ζωής που όλοι μάθαμε από τους τηλεοπτικούς ρόλους που την έκαναν διάσημη στο πανελλήνιο.
Από το διαμέρισμά της στο Κολωνάκι κοντά στον Λυκαβηττό μπορεί να δει κανείς μέχρι και την Ακρόπολη, ενώ το φως λούζει το απλόχωρο σαλόνι.
Από τότε που πέθανε η μητέρα της, έχει κρατήσει κοντά της την κοπέλα που την πρόσεχε, την Ελίνα, η οποία δεν κάνει μόνο τις δουλειές του σπιτιού αλλά είναι και ο άνθρωπος στον οποίο απευθύνεται για κάθε της ανάγκη.
Οι δυο τους με καλοδέχτηκαν στο σπίτι για μια επίσκεψη που θα κρατούσε λίγο-πολύ τρεις ώρες! Μια επίσκεψη με πολλά γέλια και πολλή συγκίνηση από μεριά της κάθε φορά που μνημόνευε αγαπημένα πρόσωπα, τα οποία δεν βρίσκονται πια στη ζωή.
Πρέπει να σου πω ότι εγώ έγινα ηθοποιός γιατί δεν θα μπορούσα να ζω μια φυσιολογική ζωή. Θέλω να ζω τις ζωές των άλλων, που λένε. Πάντα μας φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μας. Γι’ αυτό σιχαινόμουν τους γάμους, τις συμβάσεις και ήθελα να είμαι ελεύθερη.
Την παρακάλεσα να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, όσο κουραστικό και αν ήταν για την ίδια, και να ξετυλίξουμε μαζί το κουβάρι του χρόνου.
Δέχτηκε και άρχισε να μου αφηγείται την πολυκύμαντη ζωή της: «Μεγάλωσα σε ένα πολύ μικρό χωριό της Σάμου, τους Σπαθαραίους. Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι ήταν πολύ μεγάλο χωριό, αλλά όταν ξαναπήγα, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια, διαπίστωσα ότι ήταν πάρα πολύ μικρό.
Δεν ήθελα να επιστρέψω, αλλά μου το επέβαλε πραξικοπηματικά η φίλη μου η Έρη Ρίτσου. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να είναι πολύ όμορφο.
Βρίσκεται στην πλαγιά ενός βουνού και επειδή η γιαγιά μου ήταν πολύ πλούσια και είχε πολλά κτήματα, το σπίτι μας, κτισμένο το 1813, ήταν γεμάτο κισσούς.
Ήταν ένα υπέροχο κομμάτι γης με ρέμα, αλώνια και πολλά δέντρα. Θυμάμαι την εποχή των μεγάλων σεισμών της Κεφαλονιάς, που, παρ’ ότι στην άλλη άκρη της Ελλάδας, κουνιόμασταν κι εμείς κι έτσι κοιμόμασταν στρωματσάδα έξω για έναν ολόκληρο μήνα.
Γύρω-γύρω υπήρχαν κυπαρίσσια και απέναντι στο βάθος μπορούσες να διακρίνεις τους Φούρνους της Ικαρίας ‒ ένα όνειρο!
Την ομορφιά που είδα μεγαλώνοντας εκεί δεν την ξαναντίκρισα ποτέ. Σ’ αυτά τα μικρά μέρη μαθαίνεις να ξεχωρίζεις όλα τα δέντρα και τα φυτά, έρχεσαι σε επαφή με τον κύκλο της ζωής: γεννήσεις, γάμοι, κηδείες, πανηγύρια, όλα εκεί. Κι αυτό σε κάνει πιο ανθρώπινο».
Σε νεαρή ηλικία.
Η ίδια δηλώνει μισή Πόντια, μισή Σαμιώτισσα. Ήταν δεν ήταν 3 μηνών όταν έχασε τον πατέρα της. Ως πολίτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και λαμπερό μυαλό παρακολουθούσε μια σπουδαία σχολή στην Κωνσταντινούπολη που έβγαζε ηγεμόνες.
Στο μεταξύ, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι και έπρεπε να πολεμήσει. Εκεί έφαγε μια σφαίρα στον πνεύμονα η οποία δεν αφαιρέθηκε ποτέ. Κάποια μέρα έφτασε στην καρδιά και τον αποτελείωσε.
Η μητέρα της καταγόταν από τον Πόντο και είχε βρει καταφύγιο στην Ελλάδα μετά τις σφαγές. Με τον άντρα της γνωρίστηκαν στην Αθήνα.
Ως τροτσκιστής, όμως, διωκόταν από το καθεστώς του Μεταξά, γι’ αυτό έφυγαν για τη Σάμο, την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Εκείνη, όμως, πέρασε πολύ άσχημα εκεί λόγω της πεθεράς της, που ήταν ισχυρή προσωπικότητα και δεν την ήθελε.
«Στα μικρά μέρη τα ταξικά ζητήματα είναι φοβερά» μου λέει η Ντίνα Κώνστα, περιγράφοντας την ιστορία της οικογένειας, και συμπληρώνει: «Είχαμε μια καταπληκτική βιβλιοθήκη στο σπίτι στο χωριό. Από την ιταλική κατοχή θυμάμαι την ημέρα που ένας Ιταλός μού έδωσε μια σοκολάτα και μου είπε “mama, mama”.
Οι Ιταλοί ήταν πιο αλέγκροι από τους Γερμανούς, αλλά πεινάσαμε πολύ. Μας έπαιρναν όλη την παραγωγή από τα χωράφια και όλο το λάδι. Η μάνα μου αναγκαζόταν να κρύβει κουνέλια στο υπόγειο μέσα σε μεγάλα κιούπια.
Η γιαγιά ήταν πάντα εχθρική, και απέναντι στη μάνα και απέναντι στα παιδιά. Πρόσφυγες μας ανέβαζε, πρόσφυγες μας κατέβαζε».
Όταν ήρθαν να εγκατασταθούν στην Αθήνα, στην Κώνστα δεν άρεσε καθόλου η πόλη. Σήκωνε ψηλά το κεφάλι της κι εκεί που είχε συνηθίσει να βλέπει ουρανό και θάλασσα δεν έβλεπε παρά μόνο σύρματα. Δημοτικό πήγε στους Αμπελόκηπους.
Το σχολείο της στεγαζόταν σε ένα ερείπιο. Εκεί ένιωσε πρώτη φορά την απουσία του πατέρα, καθώς της θύμιζαν ξανά και ξανά ότι ήταν ορφανή.
Τ’ αδέλφια του πατέρα της ήταν πλούσιοι Έλληνες του Κονγκό. Ένας από αυτούς, με το που έμαθε τα νέα για τον θάνατο του αδερφού του, επέστρεψε και ανέλαβε τις ανιψιές του. Ήταν σαν πατέρας τους. Αυτός ήταν και το πρότυπο που είχε στη ζωή της.
Τους γεμάτους ομίχλη χειμώνες δεν άντεχε να κάθεται μέσα στο σπίτι. Έμοιαζε με θηρίο ανήμερο, προτιμούσε να βγαίνει έξω και να παίζει με τα αγόρια.
Ο πατέρας τους τούς είχε αφήσει ένα οικόπεδο στους Αμπελόκηπους. Εκεί η μάνα τους έχτισε ένα διώροφο σπίτι.
Η ίδια αρνήθηκε να ξαναπαντρευτεί και προτίμησε να αφιερώσει τη ζωή της στις δυο της κόρες. Κάθε καλοκαίρι, μόλις τελείωνε το σχολείο, έφευγαν για τη Σάμο.
Πολιτικοποιημένη από μικρή, θυμάται πως την έπιασαν μαζί με τις συμμαθήτριές της όταν κατέβηκαν στους δρόμους να διαδηλώσουν για τους Καραολή και Δημητρίου, τους Κύπριους αγωνιστές που απαγχονίστηκαν από τους Άγγλους.
«Τότε ψηφίζαμε στα 21 και περίμενα πότε θα έρθει η ώρα να πάρω το βιβλιάριό μου. Είπα σε μια παλιά αριστερή στη γειτονιά ότι ήθελα να ψηφίσω έναν καλλιεργημένο νέο που να πρόσκειται στην ΕΔΑ και μου πρότεινε τον Μάρκο Δραγούμη, τον πατέρα της Ναταλίας.
Θυμάμαι, περίμενα πώς και πώς να ψηφίσω. Και η μαμά μου αριστερή ήταν. Από κείνη έμαθα να τρέχω στα νοσοκομεία και να βοηθώ τους ανθρώπους».
Αρχικά, λέει, ήθελε να γίνει δημοσιογράφος. Είχε διαβάσει τις ανταποκρίσεις του Χέμινγουεϊ από την Ισπανία και είχε ενθουσιαστεί.
Ονειρευόταν να ζει και να βλέπει τα γεγονότα από κοντά και στη συνέχεια να επιστρέφει στο γραφείο και να τα μεταφέρει στο χαρτί.
Ο άλλος πλούσιος θείος από την Αφρική υποσχέθηκε ότι θα την έστελνε σε μια εξαιρετική σχολή στο Βέλγιο. Συζούσε με μια Βελγίδα στο Κονγκό, η οποία της έφερε έναν κατάλογο της σχολής με όλες τις πληροφορίες.
Δεν έδωσε εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και ήταν ενθουσιασμένη που θα έφευγε. Μέχρι που ο θείος αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τις σπουδές με τη δικαιολογία ότι ήταν επάγγελμα για άντρες. Δεν του το συγχώρεσε ποτέ. Αλλά κάθε εμπόδιο για καλό.
«Ξεκίνησα να πηγαίνω στο Θέατρο Τέχνης και στο Εθνικό και να βλέπω τις σπουδαίες παραστάσεις που παίζονταν εκεί. Βαριόμουν πολύ. Έβλεπα τις γειτόνισσες να ζουν καθημερινά τα ίδια και τα ίδια, μια ρουτίνα του τύπου γραφείο-σπίτι, σπίτι-γραφείο, και αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ζω έτσι.
Άρχισε να με γοητεύει το θέατρο, αλλά επειδή ήξερα ότι ήμουν επιπόλαιη, ανέβαλλα συνεχώς την εγγραφή μου σε κάποια σχολή. Φοβόμουν ότι μπορεί να βαριόμουν γρήγορα.
Άσε που δεν ήξερα κανέναν από τον κόσμο του θεάτρου και ντρεπόμουν. Πήγαινα μέχρι τα Εξάρχεια, στη σχολή του Κουν, αλλά δεν είχα την αυτοπεποίθηση να μπω μέσα.
Τελικά, πήγα στου Κωστή Μιχαηλίδη κι εκεί είχα για βασική δασκάλα τη Μαίρη Αρώνη. Μου έδινε όλο δραματικά έργα. Έμοιαζε σαν να ζούσε σε έναν άλλο κόσμο.
Ο Μιχαηλίδης δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ, αλλά όταν ερχόταν έλεγε ένα πράγμα κι αυτό ήταν! Πολύ καλός σκηνοθέτης, όταν ήθελε.
Δούλευα κρυφά σε μια εταιρεία με χρώματα για να πληρώνω τη σχολή. Σταμάτησα την τρίτη χρονιά, που είχα πολύ διάβασμα.
Στη μητέρα μου δεν το είπα από την αρχή γιατί δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έμενα. Εκείνη πάλι ήξερε ότι αν μου πήγαινε κόντρα, θα έκανα το αντίθετο. Νόμιζε ότι δούλευα όλη μέρα, μέχρι που της το είπα.
Στις εξετάσεις αποφοίτησης ήρθε ο πλούσιος θείος μου και είπε “τουλάχιστον, είναι καλή”. Συχνάζαμε τότε στο “Βυζάντιο” γιατί μας άρεσε ο Χατζιδάκις, ο Τσαρούχης και όλοι όσοι ακούγαμε.
Πίναμε έναν καφέ και μετά δεν είχαμε λεφτά και γυρίζαμε με τα πόδια στο σπίτι ‒ τότε ήταν ήσυχα τα πράγματα, το πολύ-πολύ να σου έλεγε κανένας μάγκας μια κουβέντα.
Εκεί γνώρισα τον Μποστ και τον Γιώργο Εμιρζά. Θα ανέβαζαν τη “Φαύστα” και μου λέει ο Μποστ: “Έρχεσαι”; Εμείς ήμασταν τρελοί και παλαβοί μαζί του. Και πήγα κι έκανα τη “Φαύστα”.
Θυμάμαι, φορούσα ένα πλούσιο φόρεμα και τους βλέπω στο καμαρίνι όλους μεμιάς: Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Τσαρούχη, Κατράκη! Ήταν και ο Ξαρχάκος, που όμως δεν ήρθε στα καμαρίνια, αλλά αργότερα μου είπε ότι την είδε τελικά τέσσερις φορές, όπως και ο Μυράτ».
Η «Φαύστα» τής άνοιξε τις πόρτες και αμέσως μετά την πήρε στον θίασό του ο Μάνος Κατράκης. Ακολούθησε και ο Μουσούρης. Λίγο μετά ήρθε η δικτατορία.
«Παίζαμε μέσα στη χούντα το “Ω, τι κόσμος μπαμπά” του Μουρσελά με τον Μιχαλακόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο και μας το απαγόρευσαν. Σε κάθε πόλη που πηγαίναμε μας σταματούσε ο εκάστοτε στρατιωτικός διοικητής.
Στη Θεσσαλονίκη ήμασταν γεμάτοι και μας έδιωξαν κακήν κακώς, όπως και στην Κρήτη. Αλλά και στην Αθήνα τα πράγματα δεν ήταν λιγότερο “σκοτεινά”.
Μας κατέβασαν την “Τελετή” του Μάτεσι που σκηνοθετούσε ο Μιχαηλίδης και ανεβάσαμε στη Νέα Ιωνία μετά από μια καταπληκτική πρεμιέρα. Λογόκριναν μέχρι και αρχαίες τραγωδίες!
Εμείς ακούγαμε τους λόγους του Παπαδόπουλου και γελάγαμε. Υπογράφαμε για τους φυλακισμένους. Εγώ ήμουν μέχρι και σε black list. Παίζαμε στο Πορεία και μιλούσαμε συνωμοτικά. Μόλις βλέπαμε την αστυνομία, τρέχαμε να κρυφτούμε σε ένα μαγαζάκι.
Στο Πολυτεχνείο δεν πρόλαβα να μπω γιατί είχε πάθει μια αιμορραγία η αδελφή μου και τη βοηθούσα. Άκουγα όλη τη νύχτα το “Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο” από ένα τρανζιστοράκι. Πολύ σκληρά χρόνια.
Το καλοκαίρι του ’74 δεν πίστευα ότι σηκώθηκα να πάω να υποδεχτώ τον Καραμανλή!
Είχα γνωρίσει και τον Μακάριο σε μια περιοδεία στην Κύπρο μαζί με τον Κατράκη. Θυμάμαι ακόμα ότι είχε πάρα πολύ ωραία χέρια και ότι κοίταζε συνέχεια κάτω.
Μας είχε πει ο Κατράκης να μην καπνίζουμε και να μην κάτσουμε σταυροπόδι.
Τότε ήταν που έκανα τη μεγαλύτερη γκάφα της ζωής μου, όταν ρώτησα τον Μακάριο γιατί δεν λέει τίποτα για την κατάσταση στην Ελλάδα. Φυσικά, δεν απάντησε. Δεν ήξερα ότι ήξερε τι του ετοίμαζαν. Γνωρίσαμε και τον Σαμψών!»
Η Μεταπολίτευση έφερε την ελευθερία και μαζί τη μεγάλη άνθηση στο θέατρο. Η Ντίνα Κώνστα ήθελε να παίζει πάντα σε καλές δουλειές. Εκτός από τη συνεργασία της με τον Κατράκη, συνεργάστηκε πολύ με τον θίασο Ληναίου – Φωτίου. Λέει για όλη εκείνη την εποχή:
«Οι σκηνοθέτες βάζουν ταμπέλες στους ηθοποιούς που δεν μπορούν να τις βγάλουν με τίποτα. Αν κάποιος με επηρέασε πολύ, ήταν ο Τσαρούχης, ο οποίος ερχόταν σε όλες τις παραστάσεις. Θαύμαζα πάρα πολύ και τον Μίνωα Βολανάκη, αν και δεν συνεργαστήκαμε ποτέ.
Στην Επίδαυρο είδα όλους τους μεγάλους ηθοποιούς: Παξινού, Μινωτή, Μανωλίδου. Αν και δεν ήταν όλοι τους τόσο σπουδαίοι, υπήρχαν και κάποιοι που ήταν υπερεκτιμημένοι.
Ο Μουσούρης έλεγε για την Παπαδάκη ότι χλώμιαζε στη σκηνή και την έβλεπε όλο το θέατρο. Τη σκότωσαν κάτι αλήτες και το πλήρωσε η αριστερά».
Τη δεκαετία του ’80 τη ζητάνε στο Εθνικό. Ο Σεβαστίκογλου για το έργο του «Θάνατος βασιλικού επιτρόπου» και ο Χρονόπουλος για «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα».
Έμεινε εκεί έξι χρόνια παίζοντας κλασικό ρεπερτόριο, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να εμφανίζεται στην τηλεόραση, με πρώτο τον «Συμβολαιογράφο», με τους Διαμαντόπουλο, Φέρτη και Ψάλτη. «Είναι σχολείο η τηλεόραση, εμένα μου διόρθωσε πολλά λάθη».
Η κ. Κώνστα πέρασε μια υπέροχη ζωή στο θέατρο, αλλά υπάρχουν και δύο περιπτώσεις που προτιμάει να μη θυμάται. Παρόλο που δεν θέλει να μου αποκαλύψει ονόματα, σχεδόν ψιθυριστά μου λέει: «Εξαιτίας δύο απαίσιων γεγονότων που μου συνέβησαν δεν ήθελα να περνάω ούτε έξω από δύο θέατρα που μου έφαγαν έξι χρόνια από τη ζωή μου.
Με έκαναν να πιστεύω ότι δεν αξίζω να είμαι ηθοποιός. Τι ταπείνωση, τι εκβιασμοί. Δεν περίμενα ότι θα αντιμετώπιζα τέτοιες συμπεριφορές στο θέατρο».
Ρωτάω αν ήταν από τις περιπτώσεις που απογοητεύεσαι γιατί συναντάς καταστάσεις σε χώρους πνευματικότητας, απομυθοποιώντας ανθρώπους και αξίες. Μου απαντάει:
«Κάποτε μου είχε πει ο Νικολάκης που έφερνε καφέ στο Εθνικό ότι σε αυτό το θέατρο έχει χυθεί αίμα. Φανταστείτε, λοιπόν, τι γινόταν στα άλλα. Τώρα έχουν σβηστεί οι ηθοποιοί από τον χάρτη.
Στο Εθνικό κάποτε είχαν προτομές μεγάλων ηθοποιών, τώρα έχουν βάλει τους τεχνικούς. Οι σκηνοθέτες εκδικούνται. Ο συγγραφέας πια αναφέρεται με μικρά γράμματα και οι ηθοποιοί σαν κοπάδι. Το έκαναν πρώτοι οι επιχειρηματίες για να κόψουν τα φτερά των ηθοποιών.
Απομυθοποίησα ανθρώπους. Είναι τόσο ανταγωνιστικός ο χώρος, που συχνά έσπευδαν να μας το θυμίζουν ρωτώντας: “Ξέρεις πόσοι περιμένουν απ’ έξω;”. Έχω ευτυχήσει να βρεθώ σε θέατρα όπου πέρασα πολύ καλά.
Οι παραστάσεις παλιά τέλειωναν την Κυριακή των Βαΐων και υπήρχαν περιπτώσεις που λέγαμε “άντε να έρθει η Κυριακή των Βαΐων” και άλλες που λέγαμε “oχ, ήρθε!”. Πέρασα καλά στου Ληναίου και στον Μιχαλακόπουλο. Υπήρχε μεγάλος συναγωνισμός.
Κάποιες συνεργασίες ήταν ευτυχείς και κάποιες άλλες όχι. Δεν μου άρεσε το κουτσομπολιό, δεν ήθελα να ακούω τι έλεγαν για μένα, δεν με αφορούσε. Είχα πάντα ειλικρινείς σχέσεις με τους ανθρώπους».
Επιτέλους, φτάνουμε στους δύο ρόλους που την καθόρισαν και την έκαναν διάσημη σε κάθε νοικοκυριό. Τη Γιολάντα από το «Δις εξαμαρτείν» των Ρέππα – Παπαθανασίου και τη Ντένη Μαρκορά στο «Δύο ξένους» των Ρήγα – Αποστόλου.
«Μέχρι τότε έπαιζα λαϊκές γυναίκες, δυναμικές και σκληρές. Πήγα κάπου και ντύθηκα καλά κι εκεί ήταν η Μίρκα Παπακωνσταντίνου που φορούσε ένα καπέλο αλά Μάρλεν Ντίτριχ. Μου είπε “φόρεσέ το” και μόλις με είδε ο Μιχάλης Ρέππας μου έδωσε τον ρόλο της Γιολάντας.
Ήταν πολύ φίνο το “Δις εξαμαρτείν”, μπορούσες να κάνεις μονόπρακτα με αυτό. Τα γυρίσματα κρατούσαν πολλές ώρες, τα έπαιζαν πολλές φορές ο Μιχάλης και ο Θανάσης.
Ο Μιχάλης με μιμείται πολύ καλά. Νομίζω είχαν κάτι άλλο στο μυαλό τους. Η Γιολάντα ήταν μια δαιμόνια γυναίκα. Ήταν σύνθετος ρόλος, είχε μια αντιπαλότητα και ταυτόχρονα μια αγάπη για την κόρη της. Αλλά ήταν κι αυτή που τα έβγαζε όλα πέρα.
Οι κωμικοί ρόλοι είναι επικίνδυνοι, μπορεί να γελοιοποιηθείς. Πήγαινα από τα χαράματα για να με ετοιμάσουν. Η Ντένη Μαρκορά απαιτούσε ατέλειωτες ώρες γυρισμάτων που με εξουθένωναν».
Της επισημαίνω πόσο εξακολουθεί να αγαπιέται ο ρόλος ‒στο Ίντερνετ μπορείς να βρεις τα επεισόδια‒ και ότι έχει γίνει πλέον καλτ, ιδίως στο γκέι κοινό.
«Μα, όλοι μου οι φίλοι ήταν γκέι» μου απαντάει.
Οι Παναθηναϊκοί σάς υιοθέτησαν επίσης; «Άσε τι τραβούσα! Με ρωτούσαν αν είμαι μαζί τους και όταν τους έλεγα “όχι” με στραβοκοίταζαν μήπως είμαι Ολυμπιακός.
Μετά ερχόντουσαν οι άλλοι και με ρωτούσαν αν είμαι Ολυμπιακός. Και πάλι έλεγα “όχι” και πάλι αγρίευαν. Τους ποδοσφαιρικούς όρους τούς έμαθα από τον παραγωγό μας».
Σας άρεσε η ξαφνική δημοτικότητα μετά από τόσα χρόνια σε σχετική αφάνεια; «Ανακάλυψα κάποια στιγμή ότι υπήρχαν πάντα κάποιοι που με ακολουθούσαν.
Αλλά, ναι, με αυτούς τους ρόλους με αναγνώριζαν ακόμα και στην Αλβανία όταν πήγα! Όμως αυτό είναι το κέρδος, να σε βλέπει μια γυναικούλα και να σου λέει “μου φτιάξατε τη ζωή”. Λίγο είναι αυτό;»
«Θεωρείτε ότι εξαργυρώσατε την επιτυχία στο θέατρο;» τη ρωτάω.
«Έπαιξα με τον Φασουλή τον σπουδαίο αυτό ρόλο στο “Μάνα, μητέρα, μαμά” και το “Φιντανάκι”. Μου έτυχε κι ένας Αριστοφάνης που θα πήγαινε στην Επίδαυρο και μετά σε όλη την Ελλάδα και είπα “όχι”. Ήμουν τόσο κουρασμένη, που δεν θα άντεχα».
Σε προσωπικό επίπεδο, το να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια τα είχε αποκλείσει από πολύ νωρίς. «Από τη μάνα μου δεν περιοριζόμουν. Έβλεπα τις άλλες κι έλεγα πώς σκλαβώνονται έτσι. Έκανε η αδελφή μου παιδιά και ήταν σαν δικά μου. Όταν αρρώστησα, ήρθε στο νοσοκομείο η ανιψιά μου και με φρόντιζε καλύτερα και από παιδί μου. Εμένα η φυλακή δεν μου πάει».
Όταν έπαιζε στο «Βγάλε τον υπουργό από την πρίζα» η μητέρα της πέθανε. Είχε ζήσει μαζί της όλη της τη ζωή. Τη μέρα που την κήδευαν είχε διπλή παράσταση και προτίμησε να μην πάει. Άλλωστε, η κηδεία γινόταν στην Εύβοια. «Τελικά, είμαι ευγνώμων γι’ αυτό, που δεν την είδα νεκρή».
Η τελευταία της μεγάλη επιτυχία ήταν η Σωτηρία Μπέλλου. «Θέλω να είναι και το τελευταίο μου. Δεν την βγάζεις καθαρή από τέτοιους ρόλους. Ταυτίστηκα απολύτως. Το κουβαλούσα και το κουβαλάω.
Πρέπει να σου πω ότι εγώ έγινα ηθοποιός γιατί δεν θα μπορούσα να ζω μια φυσιολογική ζωή. Θέλω να ζω τις ζωές των άλλων, που λένε. Πάντα μας φαίνονται πιο ενδιαφέρουσες από τη δική μας.
Γι’ αυτό σιχαινόμουν τους γάμους, τις συμβάσεις και ήθελα να είμαι ελεύθερη. Και το θέατρο είναι κάτι που σε γοητεύει. Αν δεν γοητεύεται ο ηθοποιός, δεν γοητεύεται ούτε ο θεατής. Έχει τόσο μεγάλη σχέση το κοινό με τον ηθοποιό, που αν δεν λειτουργήσει, είσαι χαμένος».
Μέσα σε όλα έχει υπάρξει και υποψήφια βουλευτής στην Α’ Αθηνών με τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου χάρη στη φιλία της με τον Νίκο Κωνσταντόπουλο. Πήρε 9.000 ψήφους για μια θέση που έτσι κι αλλιώς πήγαινε στον αρχηγό του κόμματος.
Ρωτάω πώς της φαίνεται που τώρα έχουμε αριστερή κυβέρνηση. Για μια ακόμα φορά χαμηλώνει τη φωνή της.
«Φοβόμουν πάντα μην έρθει το κόμμα μου στην εξουσία. Πάντα αναγκάζεσαι να κάνεις συμβιβασμούς. Θυμάμαι το δραματικό βράδυ που είπε ο Μεϊμαράκης στον Τσίπρα “πήγαινε Αλέξη και υπόγραψε ό,τι σου ζητήσουν”.
Κι εκείνο το ψώνιο που έκανε όλη τη ζημιά και τώρα βγάζει και βιβλίο. Δεν ήθελα να το ζήσω αυτό. Και με όλο το ΠΑΣΟΚ μέσα, τα λεφτά που φαγώθηκαν. Τι λαός είμαστε… κλέφτες. Τόσα σκάνδαλα. Θέλω να ελπίζω ότι κάτι θα γίνει».
Οι περισσότερες φίλες της έχουν πεθάνει πια. Μου λέει: «Οι φιλίες μετράνε πιο πολύ από τους έρωτες. Έχουν φύγει οι φίλες μου, μία-μία.
Η Μαριλένα Γεωργιάδου, η Κίττυ Αρσένη, που τράβηξε πολλά στη ζωή της, η Λίλλη Παπαγιάννη, η Δέσπω, η Ντένη Βαχλιώτη, η Νέλλη Αγγελίδου.
Είχαμε τα ίδια γούστα, μας άρεσαν τα ίδια πράγματα. Έχω μια φίλη που με ξεκουνάει και πάμε στα θέατρα. Υπάρχουν πολύ σπουδαίοι ηθοποιοί, αγόρια-κορίτσια. Έχω φύγει, βέβαια, και από παραστάσεις».
Της ζητάω να κλείσουμε με ένα μάθημα ζωής. «Το κέρδος για μένα είναι ότι έκανα αυτό που ήθελα, δεν έπληξα στη ζωή μου με γάμους και παιδιά. Τα έβλεπα όλα αυτά ως εφιάλτη. Τους έβλεπα να παντρεύονται κι έλεγα “πού πάτε;”.
Ευτυχώς, τώρα δουλεύουν οι γυναίκες. Παλιά, ήξερα πάρα πολλές γυναίκες που ήθελαν να χωρίσουν, αλλά δεν μπορούσαν, γιατί ήταν πάμφτωχες και αναγκάζονταν να ζουν δυστυχισμένες ζωές.
Τα ήξερα και δεν ήθελα να δίνω λογαριασμό σε κανέναν. Ήθελα να είμαι ελεύθερη και να κάνω αυτά που έκανα. Έζησα πολύ δύσκολες στιγμές αλλά και πολύ σπουδαίες. Τι μετράει; Οι σπουδαίες στιγμές».
Του Χρήστου Παρίδη – Lifo.gr