Mε αφορμή μια δήλωση του Ερντογάν, όπου μεταξύ άλλων τα εδάφη της Ελλάδας τα ανάφερε ως «εδάφη γκιαούρηδων«, ας θυμηθούμε ένα παλιό άρθρο του Βαχίτ Τουρσούμ. Είναι Ελληνόφωνος μουσουλμάνος από τον Πόντο, ο οποίος αναζήτησε στην Ελλάδα τις ρίζες του.
Ο ίδιος θεωρείται ανεπιθύμητος από τους φανατικούς γιατί αφιέρωσε τη ζωή του στη διάσωση της ποντιακής διαλέκτου. Η επίσημη Τουρκία θεωρεί τους Ποντιόφωνους στη Μαύρη Θάλασσα Τούρκους, που μιλούν μια «περίεργη» γλώσσα και ο Βαχίτ εργάστηκε συστηματικά για να γράψει και να εκδώσει ένα λεξικό για τη μητρική του γλώσσα.
Μια από τις καταγωγές του Ερντογάν είναι ρωμαίικη και ουδεμία φυλετική προέλευση έχει από τις τουρκικές εθνοτικές ομάδες. Αυτή ακριβώς είναι και η εξήγηση της ακραίας ισλαμικής του καθήλωσης. Το Ισλάμ για τον Ερντογάν λειτουργεί ως ένα σημείο αναπλήρωσης της ταυτότητας. Μιας ανάγκης για αναπλήρωση που προκύπτει από τη γνώση της δικιάς του εθνοτικής προέλευσης….
Τον Φεβρουάριο του 2007 η τουρκική εφημερίδα «Ραντικάλ» δημοσίευσε ολοσέλιδο άρθρο του Vahit Tursun, ελληνόφωνου από την περιοχή Όφη Τραπεζούντας, με τίτλο «Τα Ρωμαίικα της Ανατολής πεθαίνουν». …
Το άρθρο αναφερόταν στο χωριό Ότσενα της Τραπεζούντας, όπου ένας πανάρχαιος πολιτισμός -ο ελληνικός- ψυχορραγεί και μία γλώσσα -η ελληνική- αργοσβήνει. …
Στις 11 Νοεμβρίου η εφημερίδα φιλοξένησε νέο άρθρο του Tursun, με τίτλο «Το τίμημα της γλώσσας», στο οποίο ο αρθρογράφος μιλάει για τα αισθήματα που προκαλεί το γεγονός, ότι έπρεπε από μικρός να καταπνίγει τη γλώσσα, που έμαθε, όπως και τα συναισθήματά του
Στην ουσία θίγει το θέμα των ελληνόφωνων μουσουλμάνων στην Τουρκία
«Η μετάβαση ελληνόφωνων ομάδων από το χριστιανικό θρησκευτικό σύστημα στο ισλαμικό, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα θέμα άγνωστο για τη νεοελληνική επιστήμη. Το φαινόμενο αυτό είχε εμφανιστεί σ΄ ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο και την Πελοπόννησο έως την Ήπειρο και τον Πόντο. Σήμερα, όμως, η δημόσια εμφάνιση όσων από τις ομάδες αυτές επιβιώνουν, διευρύνει το ερευνητικό ενδιαφέρον.
Η βιβλιογραφική και αρθρογραφική παρουσία των ελληνόφωνων ομάδων της Τουρκίας είναι πλέον γεγονός. Η αρχή έγινε πριν μερικά χρόνια με την Tanju Izbek, η οποία έλαβε το Βραβείο Ιπεκτσί για μια νουβέλα της στο κρητικό ιδίωμα, όπως αυτό μιλιέται σήμερα στην περιοχή της Gunda (τα παλιά Μοσχονήσια).
Πιθανότατα, σύμφωνα με το τουρκικό περιοδικό Actuel, να υπήρχαν πολιτικές ομάδες στη βόρεια Τουρκία που δραστηριοποιούνταν, πριν από το πραξικόπημα του ’80, γύρω από τον πολιτισμό του Πόντου. Το 1996 εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη, από τον εκδοτικό οίκο Belge, το κλασικό πλέον βιβλίο του Omer Asan, με τίτλο «Pontos Kulturu», δηλαδή «Ο πολιτισμός του Πόντου».
Για το θέμα ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης εξηγεί στην «Καθημερινή»:
Σήμερα υπάρχουν τέσσερις ελληνόφωνες ομάδες στην Τουρκία: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή.
Κάθε μία απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον. Η έκφραση των ομάδων αυτών είναι γεγονός ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αναδεικνύει μια άγνωστη πλευρά της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας που ολοένα γίνεται και περισσότερο σημαντική. Η δημόσια εμφάνιση των ομάδων αυτών δεν αφορά μόνο την τουρκική κοινωνία, η οποία συνειδητοποιεί αργά τον πολυεθνοτικό της χαρακτήρα, καθώς και τους εθνογενετικούς της μύθους.
Αφορά παράλληλα και την ελληνική, γιατί της αποκαλύπτει τον τρόπο συγκρότησης των σύγχρονων εθνικών κρατών στην περιοχή μας και το αδιέξοδο των ενδιάμεσων ομάδων -γέννημα της ιστορίας- οι οποίες υποχρεώθηκαν να ενταχθούν στο κράτος που είχε ως ιδεολογικό υπόβαθρο, το δικό τους θρησκευτικό δόγμα.
Διαβάστε όλο το άρθρο του Βαχίτ Τουρσούν με τίτλο «Οι ελληνόφωνοι Πόντιοι στην Τουρκία»
Αυτό το άρθρο του δημοσιεύθηκε στη μεγάλης κυκλοφορίας κεντροαριστερή εφημερίδα της Τουρκίας Radikal, στις 11 Νοεμβρίου 2007.
Το τίμημα της γλώσσας άρχιζε από το σχολείο
Ελευθερία… Μια αίσθηση που είναι αδύνατο να την εξηγήσει κανείς. Όμως ο καθένας προσπαθεί να την περιγράψει χωρίς να την έχει κατανοήσει καλά. Είναι σαν τη φωτιά, που σε ζεσταίνει και σε καίει ανάλογα με τη χρήση της. Είναι σαν το ριπίδιο, που στη μία άκρη του βρίσκεται η στέρηση που δημιουργεί αγανάκτηση και στην άλλη η κατάχρηση που την υποδαυλίζει ολέθρια.
Ο Πλάτωνας λέει ότι: «Η πολύ ελευθερία στον άνθρωπο και το κράτος μετατρέπεται σε σκλαβιά». Ενώ ο Επίκτητος επαναστατεί κατά του ίδιου του θεού του, λέγοντας: «Μπορείτε να μου περάσετε δεσμά στα πόδια, αλλά όχι στην πίστη μου. Ούτε ο Δίας μπορεί να με νικήσει». Έτσι, επί χιλιάδες χρόνια συναντάμε το αίτημα της ελευθερίας στο γραπτό και προφορικό λόγο, στην ιστορία, στην ποίηση, στη φιλοσοφία, στις παροιμίες, στην κλαγγή των όπλων.
Για μένα η ελευθερία είναι δώρο της Φύσης, που όσο το μοιράζεσαι με τους άλλους, τόσο το χαίρεσαι και ο ίδιος. Όσο το στερείς από τους άλλους, τόσο το στερείσαι και εσύ. Η ανθρωπιά, η φιλία και η αδελφοσύνη μόνο κάτω από συνθήκες ελευθερίας μπορούν να επικρατήσουν.
Αν και η ελευθερία πιάνεται και δεσμεύεται, πάλι ελεύθερο θα έρθει στον κόσμο, το κάθε παιδί που γεννιέται. Έτσι και εμείς, όπως όλα τα παιδιά, ελεύθεροι γεννηθήκαμε στο χωριό μας. Σε έναν πανέμορφο οικισμό πάνω στα βουνά. Ένας οικισμός που ανήκει στην κωμόπολη Κατωχώρι της Τραπεζούντας και λέγεται Ότσενα. Η μητρική μας γλώσσα δεν ήταν τουρκική. Τα ποντιακά είχαμε ως μητρική. Ρωμαίικα την ονομάζαμε εμείς.
Τα Ρωμαίικα ήταν για μας μέσον έκφρασης του φλερταρίσματος της αλληλεγγύης και βοήθειας, του χαμόγελου και της ευτυχίας.
Ήταν δρόμος που μας οδηγούσε στην αγάπη και στον έρωτα. Για πρώτη φορά, στο δημοτικό σχολείο βιώσαμε το πρόβλημα με τη γλώσσα μας. Ο κάθε δάσκαλος που διοριζόταν στο σχολείο μας, απαγόρευε την ομιλία στη μητρική μας. Κάποτε μας εκφόβιζε και κάποτε μας έδερνε για να μη την μιλάμε.
Ζητούσε να καταγγείλουμε αυτόν που μιλούσε Ρωμαίικα, αλλά δεν τον ακούγαμε. Συνεχίζαμε να αστειευόμαστε και να παίζουμε, να μαλώνουμε και να τα βρίσκουμε με τη μητρική μας γλώσσα. Με τον καιρό, αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα. Ρωτούσαμε τους μεγάλους, τι γλώσσα μαθαίναμε και τι μιλούσαμε. Μάθαμε πως λεγόταν «Τούρκτσε» αυτή που μαθαίναμε και «Ρούμτζε» αυτή που μιλούσαμε.
Όμως, στο ερώτημα γιατί μαθαίναμε ενώ μιλούσαμε άλλη γλώσσα, ποτέ δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση. Αυτό που συχνά επαναφερόταν σαν απάντηση ήταν «με τα Ρωμαίικα άνθρωπος δεν γίνεσαι». Είναι άγνωστο αν μορφωθήκαμε και γίναμε άνθρωποι ή όχι, όμως τελειώνοντας το δημοτικό, γνωριστήκαμε με τα Τουρκικά.
Υποκρινόμενοι σαν χαμαιλέοντες
Μεγαλώνοντας αρχίσαμε να αναρωτιόμαστε για τη μητρική μας γλώσσα και γενικά για την καταγωγή μας πιο επίμονα. Γιατί μιλούσαμε Ρωμαίικα, σε μία χώρα που μιλάνε Τουρκικά; Ολοένα ξεφύτρωναν στο νου μας διάφορες ερωτήσεις γύρω από το τι ήμασταν, ποιοι ήμασταν και ποιοι ήταν οι πρόγονοί μας.
Ο καθένας προσπαθούσε να πει κάτι. Κάποιοι λέγανε αυτά που είχαν ακούσει από τους γονείς και τους παππούδες τους και κάποιοι βγάζανε τα δικά τους συμπεράσματα. Όμως, κάθε φορά που άνοιγε και έκλεινε το κεφάλαιο αυτό, καταλήγαμε σε μία εκτίμηση, πως πρέπει να έχουμε σχέση με τους Ρωμιούς και φυσικά με την Ελλάδα.
Η πιο αναπάντητη ερώτηση που μας τυραννούσε ήταν: είμαστε τα εγγόνια των Ελλήνων, που εξισλαμίσθηκαν ή τα εγγόνια των Τούρκων που μάθανε τα Ρωμαίικα από Έλληνες. Τα παιδικά μας χρόνια πέρασαν με αυτές τις ερωτήσεις και με τις ανικανοποίητες απαντήσεις.
Πικρία
Με τη μητρική μας γλώσσα ζήσαμε προβλήματα και στην ξενιτιά που πήγαμε. Κάθε φορά που μαζευόμασταν και μιλούσαμε Ρωμαίικα με τους χωριανούς μας, η πρώτη ερώτηση αυτών που καταλάβαιναν ότι μιλάμε μία ξένη γλώσσα ήταν «τι γλώσσα μιλάτε;». Όταν τους απαντούσαμε «μιλάμε Ρωμαίικα», δεχόμασταν άλλες ερωτήσεις και διάφορες αντιδράσεις.
Έτσι για πρώτη φορά, με τους ανθρώπους που συναντήσαμε στην ξενιτιά, αρχίσαμε πραγματικά να αισθανόμαστε την πικρία της μειονεκτικότητας. Κάθε φορά που γινότανε λόγος για τους Έλληνες, ο ισχυρισμός ότι «οι Έλληνες είναι λαός άναντρος και εχτρός» μας τραυμάτιζε ψυχολογικά.
Πληγωνόμασταν με τη σκέψη ότι ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να ισχύει και για μας, εφόσον μιλάμε, αν όχι την ίδια, μία άλλη διάλεκτο της ίδιας γλώσσας που μιλάνε και οι Έλληνες. Γι’ αυτό και με τον καιρό, αρχίσαμε να κρύβουμε την αλήθεια και κάθε φορά που μας ρωτούσανε για τη γλώσσα μας, λέγαμε ότι είναι Λαζικά. Γιατί, όταν τους λέγαμε πως είμαστε από τη Μαύρη Θάλασσα, νομίζοντας ότι είμαστε Λαζοί, χαιρόντουσαν.
Τα προβλήματα που ζούσαμε με τη μητρική μας γλώσσα, συμπληρώνονταν με τα έργα που παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση.
Όταν βλέπαμε έργα με θέμα πολέμους μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων, ή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, εμείς πληγωνόμασταν. Διότι, όταν βλέπαμε την τραγικοκωμική κατάσταση των Ελλήνων στη σκηνή, ο νους μας μάς έφερνε στο δίλημμα να πάρουμε θέση: με σωστούς, τίμιους, ήρωες Τούρκους, ή με ανίκανους πολεμιστές, δολοπλόκους, ψεύτες και το χειρότερο, με «γκιαούρηδες» τους Έλληνες, όπως παρουσιάζονταν στο έργο. Έλα που η μητρική μας γλώσσα, δεν μας άφηνε. Ήταν εμπόδιο στο να διαλέξουμε μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων.
Μέσα σε αυτό το δίλημμα, ζούσαμε ψυχικές καταστάσεις που ίσως δεν έχει ζήσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της. Παρακολουθώντας το έργο, από τη μία υποστηρίζαμε τους ήρωες Τούρκους, από την άλλη μας βασάνιζε μια αίσθηση ανεξήγητης ενοχής. Για να κρύβουμε την κατάσταση μας αυτή, προσπαθούσαμε να δείξουμε περισσότερη χαρά στον ηρωισμό των Τούρκων, διαμορφώνοντας τους μυς του προσώπου μας διαφορετικά από αυτό που σηματοδοτούσε ο εγκέφαλός μας. Σε αυτή την επίδοσή μας, μπορούσαν να μας ζηλέψουν και οι χαμαιλέοντες.
Σήμερα
Στο σήμερα που φτάσαμε, ο Ελληνόφωνος πληθυσμός του Πόντου, που πιάστηκε στη μέγκενη ανάμεσα στην αγάπη προς τη μητρική του γλώσσα και σε μια καταραμένη ταυτότητα, αδυνατεί πια να αντεπεξέλθει. Ήδη αρκετοί συμπολίτες μας άρχισαν να μαθαίνουν Τουρκικά στα παιδιά τους από τη γέννησή τους.
Ακόμη και τα ρατσιστικά λόγια, συνθήματα και οι εθνικιστικές προπαγάνδες που έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, κοντεύουν να σβήσουν από την ιστορία έναν ολόκληρο λαό, με έναν πανάρχαιο πολιτισμό. Το να εξαφανίζεται ένας πολιτισμός, ισούται με το να εξαφανίζεται ένας λαός. Ποιος θα πληρώσει μπροστά στην ιστορία γι’ αυτό το έγκλημα δεν ξέρω.