«Όλοι ξέρουν πού είναι ο γιος μου, αλλά σιωπούν. Εγώ όμως είμαι πάντα εδώ, για να τους θυμίζω τι έγινε»
Ήταν 3 Φεβρουαρίου του 2006 όταν η εξαφάνιση ενός ανήλικου αγοριού, του Άλεξ, «πάγωνε» το πανελλήνιο και έστρεφε τα βλέμματα στη Βέροια. Με κομμένη την ανάσα παρακολουθούσε η κοινή γνώμη τις εξελίξεις γύρω από την υπόθεση.
Έρευνες επί ερευνών, σενάρια επί σεναρίων και ατελείωτες ώρες τηλεοπτικού χρόνου από ειδικούς και… άσχετους που προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις στο μυστήριο της εξαφάνισης και του θανάτου του 11χρονου Άλεξ Μεσχισβίλι. Δεκαέξι χρόνια μετά, το μυστήριο παραμένει άλυτο, μια και η σορός του άτυχου παιδιού δεν έχει βρεθεί και η μητέρα του δεν έχει μνήμα για να κλάψει, να ανάψει ένα κερί.
Η «Espresso» βρέθηκε στη Βέροια και συνάντησε τη Νατέλα Ιντσουαϊντσε, που ήρθε το 1999 από τη Γεωργία στη Βέροια για να ξεφύγει από την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας της και να προσφέρει ένα καλύτερο μέλλον στο παιδί της.
«Για μένα είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα
Ο χρόνος έχει σταματήσει στο 2006. Σε εκείνο το βράδυ που ο Άλεξ δεν γύρισε σπίτι. Αν και για κάποιους έχει κλείσει, για μένα είναι ακόμη ανοιχτή, καθώς δεν έχω μάθει την αλήθεια. Δεν έχω βρει ακόμη το παιδί μου» λέει η Νατέλα και συνεχίζει: «Απλώς περιμένω. Ελπίζω κάποια στιγμή οι εμπλεκόμενοι να μου πουν που βρίσκεται ο γιος μου. Γιατί όλοι ξέρουν, αλλά σιωπούν. Εγώ όμως είμαι πάντα εδώ, για τους θυμίζω τι έγινε. Για να μην ξεχάσουν. Γιατί εγώ δεν ξεχνώ«.
«Ακόμη και σήμερα δεν έχουν πει όλη την αλήθεια και όχι μόνο δεν έχουν ζητήσει συγγνώμη, αλλά μιλούν και άσχημα για μένα. Μόνο ο Βορειοηπειρώτης ζήτησε ένα στοιχειώδες συγγνώμη. Τουλάχιστον διαφοροποιήθηκε από τους υπόλοιπους- έστω και ελάχιστα» σημειώνει η μητέρα του Άλεξ και συνεχίζει: «Ακόμα και σήμερα η αστυνομία δεν έχει ερευνήσει το σπίτι του παππού. Κανείς δεν έχει ψάξει την αυλή του. Εάν ήταν το παιδί κάποιου ισχυρού, θα είχε σηκωθεί ελικόπτερο από το πρώτο λεπτό».
Το χρονικό της υπόθεσης
Ο μαθητής Άλεξ Μεσχισβίλι 11 χρόνων από τη Γεωργία, που ζούσε με τη μητέρα και τον πατριό του στη Βέροια, εξαφανίστηκε την Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2006 μεταξύ 7-8 το απόγευμα, από την περιοχή Ελιάς – Ανοίξεως Βέροιας. Εκεί τον είδαν για τελευταία φορά φίλοι και συμμαθητές. Έφυγε από την προπόνηση του μπάσκετ στο κλειστό γυμναστήριο της Ελιάς και προορισμός του ήταν το πρακτορείο ΟΠΑΠ του πατριού του. Στη συνέχεια, θα πήγαινε στο μάθημα ζωγραφικής στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.
Οι έρευνες της εκπομπής έδειξαν ότι ο μικρός εκείνη την χρονική περίοδο ήταν προβληματισμένος από την απόρριψη κάποιων συμμαθητών, που έφτανε πολλές φορές και στον ξυλοδαρμό του. Ήταν στην ουσία μία από τις πρώτες υποθέσεις παιδικού bullying που έγινε γνωστή από το «Τούνελ» με τα πλέον τραγικά αποτελέσματα.
Σαράντα μέρες μετά την εξαφάνιση, η Αγγελική Νικολούλη σε έρευνά της στη Βέροια, εδραίωσε με μαρτυρίες την δράση της παρέας των αδίστακτων ανηλίκων εναντίον άλλων αδύναμων. Εντόπισε τον ένα από τους πέντε «σκληρούς» μαθητές και κατάλαβε από το διάλογο που είχαν, ότι τα παιδιά ευθύνονται για την εξαφάνιση του άτυχου Άλεξ. Ενημέρωσε αμέσως την Ασφάλεια της πόλης, αλλά η εκδοχή της δημοσιογράφου θεωρήθηκε από τον τότε διοικητή ακραία, με αποτέλεσμα να μην ερευνηθεί και να χαθεί πολύτιμος χρόνος σε λάθος έρευνες.
Την ομάδα της βίας αποτελούσαν δύο Ελληνόπουλα αδέλφια, ένας Αλβανός, ένας Βορειοηπειρώτης και ένας Ρουμάνος. Οι ηλικίες τους τότε, από 11 έως 13 χρόνων. Τα πέντε παιδιά αργότερα ομολόγησαν τον θανάσιμο τραυματισμό του μαθητή. Το δεύτερο καίριο λάθος των Αρχών ήταν ότι δεν τα κράτησαν μακριά από το περιβάλλον τους, με τη βοήθεια του Εισαγγελέα ανηλίκων και ειδικών ψυχολόγων, μέχρι να βρεθεί η σορός του μικρού Άλεξ. Αποτέλεσμα το δασκάλεμά τους από γονείς και νομικούς. Το ένα μετά το άλλο, τα τρία από τα πέντε παιδιά ανακάλεσαν τις καταθέσεις τους και ισχυρίστηκαν ότι είπαν ψέματα στις Αρχές.
Άπλετο φως από την έρευνα του «Τούνελ»
Η δημοσιογράφος Αγγελική Νικολούλη είχε μιλήσει με κατοίκους, εκπαιδευτικούς, με φίλους και συμμαθητές του Άλεξ και είχε ακολουθήσει όλες τις πιθανές διαδρομές του μαθητή εκείνη τη μοιραία νύχτα. Πραγματοποίησε έρευνα στη Γερμανία και στην Γεωργία όπου πίστευαν οι αστυνομικοί ότι έχει οδηγηθεί ο Άλεξ. Βρήκε τον θείο του στη Γερμανία, τη γιαγιά και τον πατέρα στη Γεωργία και απέδειξε ότι το παιδί δεν είχε μεταφερθεί στις συγκεκριμένες χώρες. Μετά από αυτήν την εξέλιξη οδήγησε πάλι την έρευνα στην πλατεία της Βέροιας όπου εθεάθη για τελευταία φορά ο Άλεξ και τότε βρέθηκε η άκρη. Υπάλληλος φροντιστηρίου αποκάλυψε ότι το βράδυ εκείνο η παιδική συμμορία την είχε ενοχλήσει και απειλήσει. Προέκυψε δηλαδή ότι τα παιδιά της βίαιης ομάδας είχαν κινηθεί εκείνη την μοιραία νύχτα στον δρόμο που θα ακολουθούσε ο Άλεξ. Και όμως το γεγονός αυτό το είχε αποκρύψει το ένα ελληνόπουλο από την Αγγελική Νικολούλη που τον ρώτησε σχετικά. Μετά την μαρτυρία της υπαλλήλου η δημοσιογράφος επέμενε στην έρευνά της. Ταξίδευε αιφνιδιαστικά στη Βέροια και έβρισκε τα παιδιά και μάρτυρες
Σοκ προκάλεσε η αποκάλυψη φίλης της οικογένειας των Ελλήνων
Η γυναίκα τη νύχτα που χτυπήθηκε θανάσιμα ο Άλεξ από την παιδική συμμορία, βρέθηκε στο σπίτι των Ελλήνων και άκουσε το παραμιλητό του μικρότερου. Φώναζε «πέθανε το παιδί, πέθανε. Φωνάξτε τον παππού μου…» Η μητέρα και η γιαγιά των Ελλήνων που βρίσκονταν στο σπίτι, αδιαφόρησαν και δεν ανησύχησαν ούτε όταν την άλλη μέρα δημοσιοποιήθηκε ο χαμός του μικρού Άλεξ. Θεωρείται σίγουρο από το περιβάλλον τους, ότι ενημέρωσαν την ίδια νύχτα και τον παππού τους που βοήθησε τα εγγόνια του, αφού ήταν ο κηδεμόνας τους. Αποτέλεσμα η ομάδα των «σκληρών» να χωριστεί στα δύο και ο μικρός Βορειοηπειρώτης να αποκαλύψει στην Αγγελική Νικολούλη όλα όσα συνέβησαν τη νύχτα που ο Άλεξ έχασε τη ζωή του.
Το παιδί με τη βοήθεια και της δημοσιογράφου, μετοίκησε στην Αθήνα μακριά από τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας που τον τρομοκρατούσαν για να πάρει πίσω τα όσα κατέθεσε και στις Αρχές. Όπως αποκάλυψε ο βορειοηπειρώτης, ο Άλεξ τραυματίστηκε θανάσιμα μετά από ένα τσακωμό με την «παρέα» στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Δημαρχείο. Τα παιδιά που προσπάθησαν να καλύψουν το έγκλημα, τον μετέφεραν σε ένα ακατοίκητο σπίτι και τον άφησαν αβοήθητο να πεθάνει μες στον χιονιά. Δύο μέρες μετά έβαλαν το νεκρό παιδί σε ένα καρότσι, το κάλυψαν και το μετέφεραν στο ποτάμι της Μπαρμπούτας όπου τον άφησαν. Πιθανότατα να εξαφάνισαν το πτώμα του ενήλικες από το περιβάλλον τους. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν ήταν καταιγιστικές.
Η ετυμηγορία του δικαστηρίου
Τα παιδιά κρίθηκαν ένοχα από το Μονομελές Δικαστήριο Ανηλίκων της Θεσσαλονίκης και σύμφωνα με το νόμο περί ανηλίκων, τους επιβλήθηκαν αναμορφωτικά μέτρα. Το αδίκημα που τους βάραινε ήταν το κακούργημα της μη σκοπούμενης, θανατηφόρου σωματικής βλάβης και η περιύβριση νεκρού.
Το 2011 ο παππούς των δύο Ελληνόπουλων της «σκληρής» παρέας που γνώριζε τότε τι είχε συμβεί, καταδικάστηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης σε φυλάκιση 4 ετών και 6 μηνών, για υπόθαλψη εγκληματία κατά συρροή και για ψευδορκία μάρτυρα κατ’ εξακολούθηση. Οι γονείς των μελών της σκληρής παρέας καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης δώδεκα μηνών με αναστολή αφού κρίθηκαν ένοχοι από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της παραμέλησης εποπτείας ανηλίκων.
Μόνο η μητέρα του Ρουμάνου αθωώθηκε γιατί είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αρχών για την παραβατικότητα του γιου της.
Τον Ιανουάριο του 2014, το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Βέροιας επιδίκασε στη μητέρα του Άλεξ Μεσχισβίλι , Νατέλα Ιτσουαϊτζε το χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστη από τον χαμό του μονάκριβου γιου της.
Καταδίκασε συνολικά τους 11 από τους 13 εναγόμενους, γονείς και κηδεμόνες των πέντε ανηλίκων που κρίθηκαν ένοχοι για τον θάνατο του 11χρονου Άλεξ στις 3 Φεβρουαρίου του 2006, οι οποίοι κλήθηκαν να καταβάλλουν το συγκεκριμένο ποσό. Ωστόσο απέρριψε την αγωγή για τη μητέρα του Ρουμάνου και για έναν από τους τρεις αδελφούς αναφέροντας ότι δεν έχουν αντικειμενική ευθύνη.
Τι απέγινε με την σορό του Άλεξ
Οι εμπλεκόμενοι σε αυτό το έγκλημα ανήλικοι και ενήλικες, δεν αποκάλυψαν που εξαφάνισαν την σορό του άτυχου παιδιού.
Οι εκδοχές που «κατέρρευσαν»
Κάποιοι υποστήριζαν ότι ο Άλεξ έπεσε θύμα παιδεραστίας. Άλλοι ότι τον σκότωσαν για να του αφαιρέσουν τα όργανα και κάποιες άλλες φωνές έλεγαν ότι το παιδί ζει. Όλα αυτά ερευνήθηκαν βαθιά από το «Τούνελ» από τον πρώτο καιρό της έρευνας, αλλά δεν προέκυψε κανένα στοιχείο. Τα άτομα που υποστήριζαν αυτές τις εκδοχές, κλήθηκαν από τις δικαστικές Αρχές να δώσουν τα όποια στοιχεία τους, αλλά αυτά που ισχυρίζονταν έπεσαν στο κενό.