Η Μαρία Κανελλοπούλου, το απόγευμα της Τρίτης 5 Μαρτίου, βρέθηκε ως καλεσμένη στην εκπομπή της ΕΡΤ, Στούντιο 4, και μίλησε μαζί με την Νάνσυ Ζαμπέτογλου και τον Θανάση Αναγνωστόπουλο, για όλους και για όλα, κάτι που σπάνια κάνει πια.
Προχώρησε, λοιπόν, σε μία εξομολόγηση για όσα είχε ακούσει και από τους ανθρώπους του χώρου, αλλά και από το κοινό που την παρακολουθούσε, σχετικά με την εμφάνισή της, αποκαλύπτοντας το μήνυμα που έλαβε κάποτε και χαράκτηκε στη μνήμη της έκτοτε.
Η σπάνια εξομολόγηση της Μαρίας Κανελλοπούλου
«Η Μαίρη Χρονοπούλου με κοιτούσε και μου έλεγε ότι θα σε πάω σε έναν ειδικό να σου βάλει τίποτα εδώ και εδώ. Μου έλεγε “είσαι ταλαντούχα, πειράζει να είσαι κι όμορφη;”. Δεν τα ήθελα, φοβάμαι τους γιατρούς. Μετά τον θάνατο της Νατάσας Μανίσαλη, σκέφτομαι ότι υπάρχουν γυναίκες που πηγαίνουν και ξαπλώνουν και κόβουν ψωμάκια και υπάρχουν άνθρωποι που είναι στα κρεβάτια για πολύ δυσάρεστο λόγο… Το ξέρω ότι δεν είναι έτσι. Και να σου πω κάτι; Ας κάνουν ότι θέλουν οι γυναίκες, δικό τους είναι το σώμα και το πρόσωπο και το δικαιούνται, αλλά εγώ δεν μπορώ να φύγω αυτό το πράγμα… Έχω δει ανθρώπους να βασανίζονται τόσο πολύ, που μου φαίνεται λίγο σαν να είναι ύβρις», ανέφερε αρχικά η ηθοποιός.
Και έπειτα πρόσθεσε: «Μου άφησε μία κυρία στο email μου, που είναι το ίδιο από όταν ήμουν βουλευτής και μου έγραψε “συντρόφισσα” -για αυτό λέω ότι είναι διακομματικό, διαταξικό- “τόσα λεφτά έχεις βγάλει, δεν πας να φτιάξεις λίγο τη μούρη σου που είναι τόσο χάλια;”. Μήνυμα σοβαρό ήταν. Λέω που είναι κατ’ αρχήν τα λεφτά; Ας πούμε ότι έχεις μία αίθουσα που τους αρέσεις και σε επευφημεί και σηκώνεται ένας και φεύγει και δεν γυρίζει ξανά. Πώς μπορείς να θυμάσαι συνέχεια αυτόν τον έναν, ενώ έχεις κόσμο από κάτω που σου λέει μπράβο; Ε, τέτοιος άνθρωπος είμαι».
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, μίλησε για την περιπέτεια υγείας που πέρασε πριν από δύο χρόνια: «Έκανα το καλοκαίρι του ’22 covid και έκανα long covid με πάρα πολύ σκληρή ζωή. Ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ, χωρίς να περάσω τόσο σκληρά την ίδια την ασθένεια. Πέρασα πνευμονία. Για ένα χρόνο ήμουν σε κατάσταση τρομερών πανικών με πολλά προβλήματα. Πέρασα ένα μεγάλο διάστημα, που έχασα δουλειές. Κάποια στιγμή που είχα κουραστεί είπα “Χριστέ μου τώρα που νιώθω λίγο καλύτερα, στείλε μου μία δουλειά κι ας λέω μία ατάκα”.
Μέσα σε όλα τα πράγματα που είχα κάνει, αυτό που μου κόστισε πιο πολύ σαν σύμπτωμα ήταν αυτό που περιγράφεται από τον ΠΟΕ σαν ομίχλη του μυαλού. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, δεν μπορούσα να οδηγήσω.
Τρόμαξα πάρα πολύ και φοβήθηκα. Μου έφερε στην επιφάνεια μεγάλη κατάθλιψη, δυσκολία επικοινωνίας. Ένας γιατρός όταν άρχισα να κλαίω μου είπε “κ. Κανελλοπούλου αρρωστήσατε, δεν έχετε κάνει έγκλημα, γιατί τόση ενοχή;”. Μου έλεγαν “έλα μωρέ, τα παραλές και τι σημαίνει ότι δεν μπορείς να οδηγήσεις;”. Τους έλεγα ότι θα πάρω ταξί γιατί σκεφτόμουν αν πάθω κάτι στο αυτοκίνητο ή χτυπήσω κάποιον. Ήταν ένα πράγμα που δεν μπορούσα να το μοιραστώ. Το βίωνα και το είχα εσωτερικεύσει. Τρελαινόμουν κι έλεγα ότι δεν θα τη μάθω αυτήν την ατάκα.
Πήγα τέσσερις φορές στο νοσοκομείο Καλαβρύτων. Είχα ταχυκαρδία, δύσπνοια, δεν μπορούσα να περπατήσω. Για να κάνω 20 μέτρα να πάω στο σπίτι μου, σταματούσα τρεις φορές. Δεν μπορούσα να ανασάνω».