Η ύπαρξη μίας “δεύτερης Ελλάδας” εκτός των συνόρων μπορεί να ακούγεται υπερβολική, όμως έχει μία γερή βάση και αντικατοπτρίζει την ιστορική πορεία της ελληνικής μετανάστευσης. Η Ελλάδα έχει βιώσει τρία κύρια κύματα μετανάστευσης, το πρώτο στις αρχές του 20ού αιώνα, το δεύτερο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το τρίτο πιο πρόσφατα, ιδίως μετά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Παρόλο που το τελευταίο κύμα δεν έχει την ίδια δυναμική με τα δύο προηγούμενα, εντούτοις συνεχίζει να ενισχύει την ελληνική διασπορά.
Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, περισσότεροι από 5.000.000 άνθρωποι ελληνικής καταγωγής ζουν εκτός Ελλάδας, σε 140 διαφορετικές χώρες παγκοσμίως. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση παρατηρείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου περίπου 3.000.000 άτομα ελληνικής καταγωγής ζουν και εργάζονται, καθιστώντας την ελληνική κοινότητα στις ΗΠΑ την πιο πολυπληθή.
Ακολουθεί η Ευρώπη, όπου ζουν περίπου 1.000.000 Έλληνες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία φιλοξενεί την πολυπληθέστερη ελληνική κοινότητα στην Ευρώπη, με εκτιμήσεις που κυμαίνονται από 400.000 έως 450.000 άτομα. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία Ελλήνων στη Βρετανία, όπου οι πολίτες ελληνικής καταγωγής υπολογίζονται περίπου στις 400.000, λαμβάνοντας υπόψη και την κυπριακή κοινότητα.
Στην Αυστραλία, περίπου 650.000 έως 700.000 άτομα ελληνικής καταγωγής διαβιούν και συνεισφέρουν στη ζωή της χώρας, ενώ ο Καναδάς φιλοξενεί περίπου 350.000 Έλληνες. Στην Ασία και την Αφρική υπάρχουν περίπου 100.000 Έλληνες, ενώ στην Κεντρική και Νότια Αμερική εκτιμάται ότι ζουν περίπου 60.000 άτομα ελληνικής καταγωγής.
Από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η Ρωσία και η Ουκρανία ξεχωρίζουν με ισχυρές κοινότητες, οι οποίες αριθμούν περίπου 98.000 και 90.000 άτομα, αντίστοιχα. Η ελληνική διασπορά, με την πλούσια πολιτιστική της κληρονομιά, έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και στη σύνδεση των Ελλήνων της διασποράς με την πατρίδα τους, ενώ συνεχίζει να συμβάλλει στην ανάπτυξη των χωρών υποδοχής.