γράφει η Μαρία Τσαγκαράκη
«Μα πού είσαι εσύ; Χάθηκες!». Πείτε την αλήθεια, όλοι μας έχουμε ακούσει ή ξεστομίσει αυτή την ατάκα. Ναι, ναι, ξέρω, συμβαίνει, άνθρωποι είμαστε, οι ρυθμοί είναι γρήγοροι και χανόμαστε, βρε αδερφέ.
Φυσικά, και άνθρωποι είμαστε, και οι ρυθμοί της καθημερινότητας είναι ταχύτατοι και είναι δύσκολο να συγχρονιστούμε με όλους όσους βρίσκονται στον περίγυρο μας. Δύο μικρές λεπτομέρειες κάνουν όμως τη διαφορά. Πρώτον, όντως είναι δύσκολο, όχι όμως ακατόρθωτο. Δεύτερον, μας ενδιαφέρει πράγματι να συγχρονιστούμε με όλους;
Με όλους ή με κάποιους, με λίγους ή πολλούς, το σίγουρο είναι πως με αυτούς που θέλουμε να έχουμε επαφή, θα έχουμε. Πώς; Βρίσκοντας χρόνο φυσικά. Δεν αναφέρομαι βέβαια σε γνωστούς και συναναστροφές σε επίπεδο socialising, που λένε και στο χωριό μου, με τους οποίους θα βγούμε για ένα καφέ ή ένα ποτό και θα τα λέμε μια στο τόσο στα πλαίσια μιας παρέας.
Λέω για εκείνους που έχουν κερδίσει το χώρο και το χρόνο τους στη ζωή μας κι εμείς αντίστοιχα στη δική τους. Για εκείνους που μαζί έχουμε γελάσει, έχουμε κλάψει, έχουμε ξενυχτήσει, μεθύσει και ξεφτιλιστεί δίχως ντροπή και έλεος. Για εκείνους τους λίγους με τους οποίους έχουμε κάψει τα εγκεφαλικά μας κύτταρα μιλώντας ώρες ατελείωτες σε σταθερά, κινητά και Skype.
Σε εκείνους που έχουμε κάνει αναπάντητες κλήσεις όταν ξεμείναμε από μονάδες, γιατί έπρεπε να τους πούμε κάτι σημαντικό που δε σήκωνε αναβολή. Αυτούς τους ανθρώπους με την ιώβεια υπομονή που έχουν αντέξει τις γκρίνιες και τα παράπονα μας αγόγγυστα.
Εκείνους που έχουν ακούσει επανειλημμένως τα προβλήματα και τις σκοτούρες μας, πότε προσπαθώντας να μας δώσουν μια λύση κι άλλοτε κράζοντάς μας για το άκρως μαζοχιστικό μας αυτομαστίγωμα σε σταθερή βάση.
Τα τυπάκια αυτά με τα οποία έχουμε μοιραστεί από χωνάκι παγωτό με τα τελευταία μας ψιλά σε στιλ «ταπί και ψύχραιμοι» αλλά μαζί, μέχρι το sleeping bag στο κάμπινγκ όταν το ένα σκίστηκε, για να μη γίνουμε μεζές για τα κουνούπια και κάθε λογής ζωύφιο.
Όλοι αυτοί οι εύκολοι, δύσκολοι, υπομονετικοί, εκρηκτικοί, νευρικοί, λογικοί, συναισθηματικοί, ντροπαλοί, αυθόρμητοι, ρεαλιστές ή ονειροπόλοι άνθρωποι που μπλέκονται μυστηριωδώς ο ένας στη ζωή του άλλου, που καταφέρνουν και κουμπώνουν εξαρχής ή στην πορεία μεταξύ τους. Αυτοί είναι οι φίλοι. Η οικογένεια που αποκτάς μεγαλώνοντας μαζί τους κι όχι απαραίτητα ως παιδιά.
Τους διαλέγεις και σε διαλέγουν. Δίνεις και δίνεσαι. Αγαπάς κι αγαπιέσαι. Βαδίζεις μαζί τους. Προχωράς μαζί τους όχι οπωσδήποτε στο χώρο αλλά σίγουρα στο χρόνο. Ίσως να σας χωρίζει ο ισημερινός ή ακόμα κι ολόκληρος ωκεανός. Τι σημασία έχει;
Είναι τα αδέρφια από διαφορετική μητέρα και διαφορετικό πατέρα, που δε χρειάζεται κανένας δεσμός αίματος για να σας δέσει, αφού έχετε την ίδια τη ζωή, τις στιγμές και τα κοινά σας βιώματα.
Τα σοβαρά και τα αστεία. Τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα. Τα ζόρια και τα γλέντια σας. Σε κάθε περίσταση είναι εκεί ο ένας για τον άλλο, έστω κι αν δεν είναι στον ίδιο τόπο. Είναι δίπλα κι ας μη βρίσκονται στον ίδιο χώρο.
Τέτοιοι δεσμοί υπερβαίνουν το χώρο και το χρόνο. Δε γνωρίζουν σύνορα. Οδηγεί το μυαλό κι η καρδιά. Αρκούν η σκέψη και το συναίσθημα. Τα μέσα μεταφοράς κι επικοινωνίας της εποχής μας δεν επιτρέπουν χάσματα, όμως χωρίς τα υπόλοιπα είναι απλώς εργαλεία προς χρήση.
Η πρόθεση, η θέληση, η αγάπη είναι οι κινητήριες δυνάμεις. Με αυτές βρίσκεις τρόπους και ξεπερνάς εμπόδια. Μα αν υστερείς εκεί, θα υπάρχει πάντα χώρος για δικαιολογίες και χρόνος για χάσιμο.
Θυμήσου όμως ότι η ζωή είναι μικρή για να είναι βαρετή και μοναχική. Σαν μια βόλτα στο λούνα παρκ: λίγο στο τρενάκι του τρόμου, λίγο στα συγκρουόμενα, και κάθε τόσο να τα παιχνίδια, τα αρκουδάκια και τα δωράκια.
Τα ζόρια συνήθως περνούν πιο εύκολα με συνοδοιπόρους και οι χαρές παίρνουν άλλη γεύση και διάσταση όταν τις μοιράζεσαι.
Ξέρεις καλά το πώς κι ακόμη καλύτερα με ποιους. Εκείνους που δε χάνεις και δε χάνονται. Όχι γιατί σε ψάχνουν ή τους ψάχνεις, απλώς γιατί ξέρετε πού και πώς θα βρείτε ο ένας τον άλλο.