Στο βιογραφικό του σημείωμα, στην κατηγορία «γλώσσες», δεν έχει ούτε μία ούτε δύο, αλλά 32 ξένες γλώσσες. Θεωρείται ο πιο πολύγλωσσος άνθρωπος στην Ευρώπη και όχι άδικα. Ο κ. Γιάννης Οικονόμου μιλάει άπταιστα 16 γλώσσες και μπορεί να διαβάσει και να εκφραστεί σε άλλες τόσες.
Στον μακρύ κατάλογο βρίσκονται «κοινές» γλώσσες, όπως τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά, αλλά και αυτές που είναι «ιδιαίτερες», όπως τα κινέζικα, τα εβραϊκά, ακόμη και η γλώσσα ουρντού του Πακιστάν.
Θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα μείνει στο όριο των 32, αφού με το ίδιο πάθος που ξεκίνησε να μαθαίνει αγγλικά στα πέντε του μόλις χρόνια συνεχίζει και σήμερα.
Ζει στις Βρυξέλλες και εργάζεται στην Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ταξιδεύει συχνά σε όλον τον πλανήτη για να κρατάει την επαφή του με τους λαούς των οποίων μιλάει την γλώσσα.
Μιλάει Ελληνικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Γαλλικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Πολωνικά, Ρωσικά, Βουλγάρικα, Τούρκικα, Αραβικά, Εβραϊκά, Πορτογαλικά, Κινέζικα, Κουρδικά, Αρμενικά, Περσικά, Σερβοκροατικά, Δανέζικα, Χίντι (Ινδία), Ουρντού (Πακιστάν), Ρουμάνικα, Τσέχικα, Φιλανδικά και γνωρίζει αρχαίες γλώσσες όπως Σανσκριτικά, Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά, Αβεστικά (αρχαία Ιρανικά), αρχαία Περσικά, κλασικά Αρμένικα, Γοτθικά, αρχαία Βουλγάρικα, Πάλι (γλώσσα βουδισμού), Χετιτικά, και Λουβικά (αρχαίες γλώσσες της Μικράς Ασίας).
Ο Γιάννης Οικονόμου κατάγεται από το Ηράκλειο της Κρήτης, σπούδασε Γλωσσολογία στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Μεσανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμών στο πανεπιστήμιο Κολούμπια (Columbia), των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Ο ίδιος δεν μαθαίνει απλά από τα βιβλία να μιλάει μια νέα γλώσσα. Προσπαθεί να μάθει πράγματα για την ιστορία της χώρας, βλέπει προγράμματα στην τηλεόραση και ακούει μουσική πάντα στη γλώσσα που θέλει να μάθει και επισκέπτεται τη χώρα για να μιλήσει με τους κατοίκους της.
«Υπάρχει κάποια γλώσσα που θα θέλατε πολύ να μάθετε;» τον ρωτάμε.
«Ναι, γύρω στις 6.000 γλώσσες θα ήθελα πάρα πολύ να μάθω, όσες έχει ο πλανήτης» μας απαντά με φυσικότητα.
Όσο για το πώς ξεκίνησε αυτό το ενδιαφέρον με την γλώσσα… «Ήταν τα ερεθίσματα που είχα από μικρός. Άκουγα τους τουρίστες να μιλάνε στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο κι ένιωθα τεράστια περιέργεια από μικρό παιδί. Το θυμάμαι ακόμα. Για μένα αυτό που παρήγαγαν ήταν κάτι θόρυβοι, δεν ήταν γλώσσα ήταν κάτι ήχοι, φθόγγοι και έβλεπε ότι συνεννοούνταν» λέει στο newsbeast.gr και συνεχίζει:
«Στη πρώτη δημοτικού ξεκίνησα να κάνω αγγλικά και όταν πηγαίναμε για διακοπές πια στη Κρήτη άρχισα να καταλαβαίνω λιγάκι με τα πρώτα μου αγγλικά αυτά που έλεγαν οι τουρίστες και αυτό μου έδωσε φτερά. Ενθουσιάστηκα που αυτοί οι φθόγγοι, αυτοί οι ήχοι, αυτοί οι θόρυβοι που παρήγαγαν οι τουρίστες από τα στόματά τους είχαν νόημα».
Τον ρωτάμε εάν υπάρχει κάποιο κόλπο, κάποιο τρικ, για να μαθαίνουμε μία ξένη γλώσσα:
«Είναι να αγαπάς πάρα πολύ μία γλώσσα, να ερωτεύεσαι την όποια γλώσσα κάνεις να μην την μαθαίνεις μόνο επειδή πρέπει να την μάθεις. Εάν για παράδειγμα θέλεις να μάθεις πολωνικά ή τουρκικά ή εβραϊκά αλλά και μεγάλες γλώσσες αγγλικά, γαλλικά για να μάθεις καλά τη γλώσσα θα πρέπει να αγκαλιάσεις την ιστορία της, να μάθεις τι μουσική ακούνε, τι φαγητό τρώνε, τι σειρές βλέπουν στην τηλεόραση, τι ιστορικά τραύματα κουβαλάει η χώρα. Για μένα η γλώσσα είναι φυσικά γραμματική, ανώμαλα ρήματα, εξαιρέσεις, λεξιλόγιο όλα αυτά, αλλά αυτό είναι ένα μέρος μόνο. Για να μάθεις καλά μία γλώσσα θα πρέπει να ενδιαφερθείς πολύ για τους ομιλητές, για το λαό που την μιλάει την ιστορία του το παρόν του και το παρελθόν του».
Έχει όμως ο κ. Γιάννης Οικονόμου κλίση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών; «Κλίση με την έννοια της αγάπης που προκύπτει από τα ερεθίσματα της ζωής ίσως ναι… στην μουσική ή στο ποδόσφαιρο για παράδειγμα δεν είχα κλίση. Ίσως γιατί δεν πήρα ποτέ το ερέθισμα να αγαπήσω το ποδόσφαιρο ή το πιάνο».
Πώς χωράνε όμως στο μυαλό 32 γλώσσες και πώς γίνεται να μην μπερδεύεται;
«Το κλειδί είναι η διαρκής εξάσκηση. Δεν είμαι μηχανή. Καμία φορά μπερδεύομαι σε όμοιες γλώσσες υπάρχουν λέξεις που μοιάζουν πολύ και σημαίνουν άλλα πράγματα. Για παράδειγμα στα πολωνικά η λέξη γκοτίνα είναι η ώρα, στα βουλγάρικα σερβικά στις γλώσσες των Βαλκανίων, τις σλαβικές σημαίνει χρόνος. Αυτό μπερδεύει. Όταν ακούσεις τρία γκοτίνα πρέπει να σκεφτείς τι μου είπε τώρα αυτός σε τρεις ώρες ή σε τρία χρόνια. Αυτό είναι ένα απειροελάχιστο παράδειγμα. Η διαρκής εξάσκηση και επαφή με τις γλώσσες είναι το κλειδί , αυτό που δεν θα σου επιτρέψει να πει μία Πολωνέζα σε τρεις ώρες και να καταλάβεις εσύ σε τρία χρόνια».
«Υπάρχουν δύσκολες γλώσσες;» τον ρωτάμε.
«Δεν υπάρχουν εύκολες και δύσκολες γλώσσες. Η σύγχρονη γλωσσολογία έχει αποδείξει ότι η γραμματική όλων των γλωσσών, η βαθιά τους δομή είναι η ίδια. Απλά υπάρχουν γλώσσες που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που ήδη γνωρίζεις.
Για μένα η πιο διαφορετική, αυτή που ο κόσμος θα έλεγε δύσκολη, αλλά δεν την θεωρώ δύσκολη, είναι τα κινέζικα. Είναι τρομερά διαφορετική από τις δυτικές γλώσσες με τις οποίες από μικρός είχα επαφή, όχι μόνο η γραφή των κινεζικών -αυτή για μένα πλέον είναι εύκολη, έχω ζήσει και πολλά χρόνια στην Κίνα-, αλλά η προφορά, η σύνταξη, η σύλληψη της πραγματικότητας είναι εντελώς διαφορετική. Θα έλεγα λοιπόν ότι τα κινέζικα είναι μία πολύ απλή γλώσσα αλλά τρομερά δύσκολη για έναν δυτικό».
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι τα ελληνικά είναι μία δύσκολη γλώσσα και ο πολύγλωσσος Γιάννης Οικονόμου δίνει τη δική του απάντηση:
«Κουβαλάει πάρα πολλά μπαγάζια. Έχει μεγάλη ιστορία η ελληνική γλώσσα, επειδή ο ξένος που μαθαίνει δεν μπορεί να γνωρίζει γιατί λέμε φεύγω και αόριστος έφυγα, γιατί λέμε στόλος αλλά στέλνω γιατί λέμε φόρος αλλά φέρνω… έχει τα ανώμαλα ρήματα, έχει πτώσεις είναι αρκετά διαφορετική από τις άλλες γλώσσες, από άποψη λεξιλογίου, γραμματικής».
Μιλάμε όμως σήμερα σωστά ελληνικά;
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το πόσο έχει αλλοιωθεί η ελληνική γλώσσα, το πόσο απειλείται από τα greeklish κι αν μιλάμε σωστά ελληνικά.
Ο κ. Οικονόμου εξηγεί στο γιατί δεν του αρέσει όλη αυτή η γκρίνια και η κινδυνολογία για την γλώσσα:
«Δεν μου αρέσει η γκρίνια για τη γλώσσα ή για τα greeklish. Αυτά είναι κάτι πολύ φυσικό για τα γλώσσα. Αυτή η κινδυνολογία, και μιλάω τώρα όχι απλά ως γλωσσομαθής αλλά και ως επιστήμονας γλωσσολόγος, αυτή η κινδυνολογία για τη γλώσσα μου φαίνεται αρκετά αδικαιολόγητη. Πάρα πολλοί που δεν είναι γλωσσολόγοι βγάζουν συμπεράσματα για τη γλώσσα που δεν μου αρέσουν. Η γλώσσα ρέει, η γλώσσα ομιλείται και από αμαθείς και από μορφωμένους, η γλώσσα βρίσκεται σε μία φάση αλλαγής όπως και η κοινωνία είναι φυσικό να υπάρχουν και ξένες λέξεις.
Δεν με ενοχλούν καθόλου τα greeklish, εγώ δεν τα χρησιμοποιώ δεν έχω κανένα πρόβλημα αν και νομίζω αργοπεθαίνουν τα greeklish καθώς η τεχνολογία επιτρέπει να γράφουμε εύκολα πλέον στα ελληνικά. Δεν βλέπω ότι υπάρχει κίνδυνος. Εκεί όμως που υπάρχει κίνδυνος είναι η Παιδεία, η παιδεία υποχωρεί γενικά. Κι αυτό μπορεί να πλήττει και τη γλώσσα. Δεν λέω ότι όλα είναι καλά και άγια στη γλώσσα αλλά δεν θα πρέπει να κινδυνολογούμε να λέμε πριν από 50 χρόνια ή πριν 100 χρόνια μιλούσαμε καλά ενώ τώρα λέμε όλο ξένες γλώσσες. Η γλώσσα ρέει, οι κοινωνίες ανοίγονται, παίρνουμε ξένες λέξεις, δίνουμε κάμποσες, αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι το ζήτημα της Παιδείας. Τη γλώσσα την βλέπω σε καλή κατάσταση γενικά».
Όσο για το αν υπάρχει κάποια γλώσσα που αποδίδεται καλύτερα στα ελληνικά σε σχέση με κάποια άλλη, ο κ. Οικονόμου εξηγεί:
«Δεν υπάρχουν πλουσιότερες και φτωχότερες γλώσσες. Αυτά είναι μπούρδες. Κάθε γλώσσα αποτυπώνει πάρα πολύ καλά την πραγματικότητα στην οποία ζει ο λαός της. Δεν νομίζω ότι η ελληνική είναι πιο πλούσια ή πιο φτωχή από την τουρκική ή από την αραβική για παράδειγμα.
Εμείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης, δίνουμε μία τιτάνια μάχη που δεν την γνωρίζει ο μέσος πολίτης, για να μεταφράσουμε, να λειτουργήσουμε ως γέφυρες από τις άλλες γλώσσες, όχι μόνο το τι λένε αλλά και πώς το λένε, να ελληνοποιήσουμε νέες έννοιες, που δεν υπήρχαν.
Είμαστε εδώ και ελληνοποιούμε τα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δημιουργούμε ώστε να μην μυρίζουν μεταφρασίλα. Είμαστε εδώ για να μπορεί ο κάθε Έλληνας πολίτης, ο κάθε ψαράς, ο κάθε δικηγόρος, ο κάθε υπάλληλος υπουργείου, ο κάθε επιστήμονας να χρησιμοποιεί την ευρωπαϊκή νομοθεσία, τους κανονισμούς τις οδηγίες κλπ στη δική του γλώσσα. να τα κάνουμε σωστά ακριβή επιστημονικά πλούσια και κυρίως ρέοντα σωστά ελληνικά».
Ποιες είναι όμως αυτές οι γλώσσες που μας χρειάζονται περισσότερο σε σχέση με άλλες και είναι πιο «απαραίτητες» για ένα παιδί;
«Τα αγγλικά είναι όπως παλιότερα η γραφή και η ανάγνωση. Πριν από 100 χρόνια αν ήξερες γραφή και ανάγνωση γινόσουν υπάλληλος υπουργείου, ήταν τεράστιο προσόν. Χωρίς αγγλικά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα στη ζωή σου, όπως και χωρίς γραφή και ανάγνωση. Δεν είναι πλέον ιδιαίτερο προσόν.
Συνιστώ σε όλους να μάθουν καλά αγγλικά κι όχι αγγλικούλια, όχι πασπάλισμα. Η αγγλική de facto είναι η γλώσσα του πλανήτη. Δεν φτάνει όμως αυτό, όπως σωστά υπονοήσατε. Οι πολιτισμοί του πλανήτη είναι άπειροι.
Εμένα προσωπικά με έχουν εμπλουτίσει οι διάφορες γλώσσες που μου επέτρεψαν να ταξιδέψω πολύ, η ισπανική γλώσσα για παράδειγμα που είναι μάλιστα και εύκολη για τους Έλληνες αντίθετα από κορεάτικα ή ιαπωνικά ή κινέζικα. Η πορτογαλική γλώσσα με εμπλούτισε πολύ. Λατρεύω τη Λατινική Αμερική, τη Βραζιλία, το Περού, την Κολομβία, την Αργεντινή, το Μεξικό, την Κούβα, πηγαίνω συχνά στα κράτη αυτά.
Πέρα από τα καλά αγγλικά θα ενθάρρυνα τος γονείς να επιλέξουν ακόμα μία γλώσσα, είτε ευρωπαϊκή είτε όχι, που θα επέτρεπε στο παιδί τους να σχετιστεί με μία περιοχή του πλανήτη. Τα γαλλικά είναι μία πολύ ενδιαφέρουσα γλώσσα, την μιλάνε σε όλη την Αφρική και στην Ευρώπη, γιατί όχι τα τουρκικά, κάποια μεγάλη γλώσσα τα ρωσικά, τα αραβικά γιατί όχι, και φυσικά τα κινέζικα.
Προτείνω τους γονείς να ενθάρρυναν τα παιδιά τους να ασχοληθούν με ένα μεγάλο πολιτισμό. Πώς; Δίνοντάς τους ερεθίσματα. Εάν για παράδειγμα από μικρό ένα παιδί βλέπει το παιδικό Μουλάν, μια κινέζικη ταινία, ή αν ακούσει ρωσικά τραγούδια ή αν κάνει καράτε ιαπωνικό, κλπ το παιδί θα ενδιαφερθεί για τη χώρα και τη γλώσσα της. Δεν πρέπει να πειθαναγκάσεις το παιδί σου να μάθει μία γλώσσα γιατί θα την μισήσει».
Η συζήτηση κλείνει με την άποψη τριών Γάλλων επιφανών που είπαν πρόσφατα ότι θα μπορούσαν τα ελληνικά να γίνουν βασική γλώσσα της Ε.Ε. και φυσικά θέλουμε να ακούσουμε την άποψή του: «Αυτό είναι αστείο. Δεν είναι σοβαρή πρόταση. Η Ε.Ε. έχει γλώσσα επίσημη μία, είναι η μετάφραση.
Η μετάφραση, όπως είπε ο Ουμπέρτο Έκο, είναι επίσημη γλώσσα της Ε.Ε. Δεν θέλει η Ε.Ε. να επιβάλλει μια γλώσσα. Για πρακτικούς λόγους χρησιμοποιούνται πάρα πολύ τα αγγλικά και μετά τα γαλλικά και τα γερμανικά.
Αλλά η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δικλείδες ασφαλείας, η ισχυρότερη είναι η Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης που δουλεύω εγώ, που είναι αντίδοτα στην επιβολή ενός οδοστρωτήρα μίας και μόνο γλώσσας.
Δεν θέλει η Ε.Ε. μία μόνο γλώσσα, ακόμα και να ήθελε, οι μικρές γλώσσες όπως τα ελληνικά για οποιοδήποτε λόγο… είναι αστειότητες».
[nbst] [ekirikas]