Ο Κύριος Γιώργος είναι 95 ετών και μένει στο γηροκομείο.
Κάθε βράδυ μετά το δείπνο πηγαίνει και κάθεται στην αγαπημένη του καρέκλα στον κήπο αναπολώντας την ζωή του.
Ένα βράδυ τον συνάντησε στον κήπο η 87χρονη Μαρία. Έκατσε δίπλα του κι αρχίσανε να συζητάνε. Μετά από μια σύντομη συζήτηση ο κύριος Γιώργος λέει στην Μαρία:
– Ξέρεις τι έχω ξεχάσει τελείως;
– Τι;
– Το σ e χ!
– Βρε παλιόγερε! Αφού δεν σου σηκώνεται πια ούτε υπό την απειλή όπλου!
– Το ξέρω! Αλλά θα ήταν πολύ ωραία έστω να μου τον κράταγε κάποια στο χέρι!
Και η Μαρία δέχτηκε. Άνοιξε το φερμουάρ του Γιώργου και πήρε το ρυτιδιασμένο του «πράμα» στο χέρι.
Από κείνη τη μέρα συναντιόντουσαν κάθε βράδυ στον κήπο. Όμως ένα βράδυ η Μαρία δεν βρήκε τον Γιώργο στο γνωστό μέρος που συναντιόντουσαν.
Ανησύχησε (μια και σʼ αυτή την ηλικία τα ατυχήματα είναι συχνά) κι άρχισε να τον αναζητά. Βρήκε τον Γιώργο στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του κήπου, και είδε την 89χρονη Σοφία να… κρατάει το «πράμα» του.
Η Μαρία δεν άντεξε και φώναξε με δάκρυα στα μάτια:
– Βρε παλιόγερε! Τι έχει αυτή η τσούλα που δεν το έχω εγώ;
– Πάρκινσον.