Υπάρχουν φορές που, σαν αέρας που περνάει απαλά από το παράθυρο, έρχονται στη σκέψη μου εκείνες οι μέρες που η ζωή ήταν απλή. Ήταν οι μέρες που τα παιδιά δεν ήξεραν από οθόνες, δεν είχαν στα χέρια τους μικρές συσκευές να τους κρατούν καθηλωμένους. Ήταν οι μέρες που τα χέρια μας έπαιζαν με το χώμα, οι φωνές μας γέμιζαν τις αλάνες, και τα βήματά μας έγραφαν μικρές ιστορίες πάνω σε χωμάτινα μονοπάτια.
Κάθε απόγευμα, πριν ο ήλιος χαθεί πίσω από τα βουνά, τα παιδιά της γειτονιάς συγκεντρώνονταν στην αλάνα. Μια αλάνα που δεν είχε σύνορα, ούτε φράχτες. Ήταν ένας ανοιχτός κόσμος, γεμάτος υποσχέσεις για περιπέτειες. Τα αγόρια με τους βόλους στις τσέπες και τα κορίτσια με αυτοσχέδιες μπάλες ή σχοινάκια στα χέρια. Εκείνη η αλάνα ήταν το βασίλειό μας, το πεδίο της φαντασίας μας. Ένα μέρος που μπορούσε να γίνει ό,τι θέλαμε: ένας ωκεανός γεμάτος πειρατές, μια μαγική χώρα με ήρωες, ή ένα άγνωστο δάσος γεμάτο μυστικά.
Θυμάμαι τις μέρες που παίζαμε κρυφτό. Το γέλιο που αντηχούσε όταν κάποιος ανακάλυπτε το κρυψώνα σου, η αγωνία να βρεις το τέλειο μέρος, το “Φτου και βγαίνω!” που σήμαινε το τέλος της προσποίησης και την αρχή της αλήθειας. Δεν υπήρχε αίσθηση πιο αγνή από την ελευθερία του να τρέχεις και να γελάς με την ψυχή σου, αφήνοντας τη σκόνη να σηκώνεται πίσω σου. Ήμασταν γρήγοροι, ήμασταν τολμηροί, ήμασταν παιδιά.
Κι έπειτα ήταν οι βόλοι. Ένα παιχνίδι τόσο απλό, μα τόσο μαγικό. Οι βόλοι ήταν θησαυροί. Στρογγυλοί, γυαλιστεροί, γεμάτοι χρώματα που έπαιζαν με το φως του ήλιου. Είχαμε τους αγαπημένους μας, αυτούς που κρατούσαμε πάντα στο τέλος του παιχνιδιού, για να μην τους χάσουμε. Θυμάμαι πώς σκάβαμε μικρές λακκούβες στο χώμα και πώς υπολογίζαμε με προσοχή την τροχιά. Κάθε κίνηση είχε τη δική της στρατηγική, τη δική της τέχνη. Δεν ήταν απλώς ένα παιχνίδι· ήταν μια μορφή επικοινωνίας, ένας τρόπος να δείξουμε ποιοι ήμασταν και τι μπορούσαμε να πετύχουμε.
Η αλάνα όμως δεν ήταν μόνο για παιχνίδι. Ήταν και το καταφύγιό μας. Όταν κάτι μας στενοχωρούσε, εκεί βρίσκαμε παρηγοριά. Όταν κάποιος είχε ένα μυστικό να μοιραστεί, το έλεγε ψιθυριστά στην άκρη της. Κι όταν η ζωή έμοιαζε σκληρή, η αλάνα γινόταν το μέρος όπου μπορούσαμε να ξεχαστούμε. Τα παιδιά της γειτονιάς δεν ήταν απλώς φίλοι· ήταν αδέλφια. Μαζί τους μοιραζόμασταν τις χαρές, τις λύπες και τα όνειρα.
Θυμάμαι ένα καλοκαίρι που η αλάνα είχε γεμίσει λουλούδια. Κίτρινα, μωβ, κόκκινα, ένα απίθανο χαλί από χρώματα. Φτιάχναμε στεφάνια, κυνηγούσαμε πεταλούδες και παίζαμε κυνηγητό ανάμεσα στις πρασινάδες. Η μυρωδιά του χώματος, η ζεστασιά του ήλιου πάνω στο δέρμα, οι σταγόνες ιδρώτα που κυλούσαν από τα πρόσωπά μας· όλα αυτά ήταν κομμάτια μιας ζωής που ζούσαμε με όλες μας τις αισθήσεις.
Όμως, η αλάνα ήταν και το πεδίο μάχης μας. Όταν παίζαμε ποδόσφαιρο, η κάθε πέτρα ή ξύλο που βρίσκαμε γινόταν τέρμα. Τα παπούτσια μας γίνονταν σύντομα γεμάτα χώμα, τα γόνατά μας γρατζουνίζονταν, αλλά δεν μας ένοιαζε. Το μόνο που είχε σημασία ήταν το παιχνίδι. Η κάθε φωνή, η κάθε πάσα, η κάθε προσπάθεια να πετύχουμε γκολ. Ήταν μια συλλογική προσπάθεια, μια μικρή κοινωνία που λειτουργούσε αρμονικά.
Και όταν ερχόταν η ώρα να μαζευτούμε, όταν ο ήλιος έγερνε και τα πρώτα αστέρια εμφανίζονταν στον ουρανό, κανείς μας δεν ήθελε να φύγει. Οι φωνές των γονιών από τα μπαλκόνια μας καλούσαν πίσω, αλλά πάντα καθυστερούσαμε, παίζοντας “έναν τελευταίο γύρο”. Γιατί ξέραμε πως η μέρα αυτή δεν θα ξαναγύριζε, πως η στιγμή αυτή ήταν μοναδική.
Σήμερα, όταν περπατώ στους δρόμους, δεν βλέπω πια αλάνες. Βλέπω πάρκα περιφραγμένα, δρόμους γεμάτους αυτοκίνητα, παιδιά κλεισμένα σε σπίτια μπροστά από οθόνες. Οι αλάνες που κάποτε ήταν γεμάτες ζωή έχουν δώσει τη θέση τους σε πολυκατοικίες και καταστήματα. Και μαζί τους, φαίνεται πως χάθηκε και ένα κομμάτι της παιδικής αθωότητας.
Κι όμως, η ανάμνηση αυτών των ημερών παραμένει ζωντανή. Όταν σκέφτομαι εκείνες τις στιγμές, νιώθω μια ζεστασιά μέσα μου. Μια αίσθηση πως, παρά τις αλλαγές, αυτά που ζήσαμε τότε μας καθόρισαν. Ήμασταν πιο απλοί, πιο ελεύθεροι. Δεν χρειαζόμασταν πολλά για να είμαστε ευτυχισμένοι. Μια μπάλα, μια χούφτα βόλους, και έναν ανοιχτό χώρο ήταν αρκετά για να φτιάξουμε κόσμους ολόκληρους.
Συχνά αναρωτιέμαι αν τα παιδιά του σήμερα νιώθουν την ίδια χαρά, αν γνωρίζουν την ομορφιά του να παίζεις κάτω από τον ανοιχτό ουρανό. Αν έχουν την ίδια ελευθερία που είχαμε εμείς, την ίδια ευκαιρία να φανταστούν, να δημιουργήσουν, να μοιραστούν. Ίσως ο κόσμος να έχει αλλάξει, αλλά βαθιά μέσα μου πιστεύω πως κάθε παιδί κουβαλάει τη δική του αλάνα στην καρδιά του. Μπορεί να μην είναι φτιαγμένη από χώμα και γρασίδι, αλλά είναι εκεί, περιμένοντας να ζωντανέψει.
Και έτσι, καθώς κοιτάζω πίσω στις αλάνες της δικής μου παιδικής ηλικίας, νιώθω ευγνωμοσύνη. Για τις στιγμές, για τους φίλους, για τα γέλια και τα παιχνίδια. Νιώθω πως, με έναν τρόπο, όλα αυτά τα κουβαλώ ακόμα μέσα μου. Και κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου και επιστρέφω στις αλάνες, στις φωνές και στα γέλια, νιώθω πως είμαι ξανά παιδί.