Μαμά, θυμάμαι τις φορές που η φωνή μου υψωνόταν μέσα στο σπίτι. Τις στιγμές που οι λέξεις μου έμοιαζαν με πέτρες που έριχνα άθελά μου προς το μέρος σου. Έλεγα «παράτα με», μα στην πραγματικότητα φώναζα «μείνε». Κάθε φορά που σου έλεγα να με αφήσεις ήσυχο, ήταν η στιγμή που σε χρειαζόμουν περισσότερο. Μόνο που δεν ήξερα πώς να το πω. Δεν ήξερα πώς να σου δείξω ότι μέσα μου πάλευαν συναισθήματα που με φόβιζαν.
Μαμά, ξέρεις, είναι περίεργο πώς οι λέξεις μπορούν να προδώσουν την αλήθεια. Πώς κάτι τόσο απλό όσο μια φράση μπορεί να κρύβει πίσω της έναν ωκεανό ανασφάλειας, ανάγκης και φόβου. Ήμουν παιδί ακόμα, ίσως είμαι και τώρα, κι όταν έλεγα «παράτα με», ήθελα να μείνεις για να με προστατέψεις από αυτόν τον ωκεανό. Ήθελα να μείνεις για να κρατήσεις το χέρι μου, έστω κι αν εγώ το τράβαγα.
Μαμά, η εφηβεία –εκείνη η φουρτουνιασμένη θάλασσα που περνάμε όλοι– ήταν για μένα ένα χάος. Στην καρδιά μου πάλευαν επιθυμίες και φόβοι, όνειρα και ανασφάλειες. Δεν ήξερα ποιος ήμουν, δεν ήξερα ποιος ήθελα να γίνω. Κι εσύ ήσουν εκεί, η μόνη σταθερά που μπορούσα να εμπιστευτώ. Όμως, αντί να σου ζητήσω βοήθεια, σε έδιωχνα μακριά. Γιατί; Ίσως γιατί φοβόμουν να σου δείξω πόσο ευάλωτος ήμουν. Ίσως γιατί πίστευα πως αν έβλεπες τις αδυναμίες μου, θα με θεωρούσες λιγότερο δυνατό, λιγότερο «μεγάλο».
Μαμά, θυμάσαι τότε που έκλεινα την πόρτα του δωματίου μου δυνατά και έλεγα ότι ήθελα να μείνω μόνος; Δεν ήθελα. Ήθελα να χτυπήσεις την πόρτα ξανά και ξανά, μέχρι να ανοίξω. Ήθελα να μου πεις πως καταλαβαίνεις, πως ξέρεις. Πως δεν πειράζει που είμαι χαμένος, πως δεν πειράζει που φοβάμαι. Ήθελα να ακούσω τη φωνή σου να λέει πως όλα θα πάνε καλά, ακόμα κι όταν εγώ δεν το πίστευα. Μα εγώ, αντί γι’ αυτό, φώναζα «παράτα με».
Μαμά, ξέρω πως οι λέξεις μου σε πλήγωναν. Ξέρω πως κάθε «παράτα με» ήταν σαν να σου έλεγα πως δεν σε χρειάζομαι. Όμως δεν ήταν αλήθεια. Στην πραγματικότητα, εκείνες οι στιγμές ήταν που σε χρειαζόμουν περισσότερο. Ήταν οι στιγμές που έπρεπε να είσαι εκεί, ακόμα κι αν εγώ έλεγα το αντίθετο. Ήταν οι στιγμές που ήθελα να σε αγκαλιάσω, μα δεν μπορούσα να το κάνω. Γιατί, μαμά, όσο και να σε ήθελα, ένιωθα πως έπρεπε να δείξω πως μπορώ μόνος μου.
Μαμά, η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν ήξερα πώς να σου πω τι νιώθω. Ποτέ δεν ήξερα πώς να δείξω τη θύελλα που έβραζε μέσα μου. Ήταν πιο εύκολο να πω «παράτα με» παρά «μείνε μαζί μου». Ήταν πιο εύκολο να σου φωνάξω παρά να σου ζητήσω βοήθεια. Ήταν πιο εύκολο να προσποιούμαι πως δεν σε χρειάζομαι, παρά να παραδεχτώ πως ήσουν το λιμάνι μου.
Μαμά, θυμάσαι εκείνη τη φορά που μαλώσαμε τόσο άσχημα που δεν μιλούσαμε για ώρες; Ήμουν θυμωμένος. Θυμωμένος με σένα, με τον εαυτό μου, με όλο τον κόσμο. Ήθελα να πω τόσα πολλά, μα αντί γι’ αυτό, είπα μόνο «παράτα με». Και όταν έφυγες από το δωμάτιο, όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω σου, ένιωσα πιο μόνος από ποτέ. Γιατί ήξερα πως αυτή τη φορά σε πλήγωσα πραγματικά. Και ήξερα πως αν δεν γυρνούσες, θα έμενα μόνος με τις ενοχές μου.
Μαμά, τώρα που μεγάλωσα –όσο κι αν αυτό το «μεγάλωσα» είναι σχετικό– μπορώ να δω πόσο δύσκολο ήταν για σένα να με καταλάβεις. Πόσο δύσκολο ήταν να προσπαθείς να εισχωρήσεις στον κόσμο μου, ενώ εγώ έκλεινα όλες τις πόρτες. Πόσο δύσκολο ήταν να μείνεις όταν εγώ σου έλεγα να φύγεις. Όμως, μαμά, το έκανες. Έμεινες. Και αυτό είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Μαμά, θέλω να σου πω «συγγνώμη». Συγγνώμη για όλες τις φορές που σε έδιωξα. Συγγνώμη για όλες τις φορές που σου έλεγα πως δεν σε χρειάζομαι, ενώ ήσουν ο άνθρωπος που χρειαζόμουν περισσότερο. Συγγνώμη που δεν μπορούσα να σου δείξω την αγάπη μου με τον σωστό τρόπο. Ήσουν πάντα εκεί, ακόμα κι όταν δεν σου το ζητούσα. Και αυτό, μαμά, είναι κάτι που σημαίνει τα πάντα για μένα.
Μαμά, θέλω να ξέρεις πως σε κάθε «παράτα με» που έλεγα, έκρυβα ένα «ευχαριστώ». Ένα ευχαριστώ που έμενες, ένα ευχαριστώ που προσπαθούσες, ένα ευχαριστώ που δεν παραιτήθηκες. Ξέρω πως δεν ήταν εύκολο. Ξέρω πως πολλές φορές θα ήθελες να φύγεις, να σταματήσεις να προσπαθείς. Μαμά, είσαι πιο δυνατή απ’ όσο φαντάζεσαι. Και η δύναμή σου είναι αυτή που με έκανε να βρω τον εαυτό μου.
Μαμά, δεν ξέρω αν οι λέξεις είναι αρκετές για να σου πω όλα όσα νιώθω. Ίσως ποτέ να μην είναι. Αλλά θέλω να ξέρεις πως, ακόμη κι αν πάλι πω «παράτα με», σημαίνει πως σε χρειάζομαι. Σημαίνει πως θέλω να μείνεις, σημαίνει πως είσαι ο άνθρωπός μου. Είσαι το λιμάνι μου, είσαι η φωνή της λογικής μου, είσαι η αγκαλιά που με κρατάει όταν όλα γύρω μου καταρρέουν.
Μαμά, κάθε φορά που φώναζα, κάθε φορά που σου έλεγα να φύγεις, μέσα μου έκλαιγα για να μείνεις. Και τώρα, που μπορώ να δω πιο καθαρά, καταλαβαίνω πως το έκανες. Έμενες. Και αυτό, μαμά, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης σου.
Μαμά, δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς εσένα. Δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια δύναμη, την ίδια πίστη στον εαυτό μου. Αλλά ξέρω πως, ό,τι κι αν συμβεί, πάντα θα είσαι εκεί. Και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μου κάνεις.
Μαμά, όταν λέω «παράτα με», σημαίνει πως σε χρειάζομαι. Και θέλω να το θυμάσαι αυτό, πάντα.