Κάθε φορά που αφήνω το βλέμμα μου να ταξιδέψει πέρα από εμένα, προς τους άλλους, νιώθω πως ένα μικρό κομμάτι μου διαφεύγει. Σαν να παραχωρώ έναν μικρό θησαυρό που δεν πρόλαβα να καταλάβω πως τον κατείχα. Και ο θησαυρός αυτός δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ίδια μου η ουσία – η αυθεντική μου ύπαρξη, οι ακατέργαστες σκέψεις, οι αληθινές μου επιθυμίες. Κι όμως, πόσο εύκολα επιτρέπω στους άλλους να ορίζουν το πώς θα νιώσω, τι αξίζω, αν είμαι αρκετός. Όσο περισσότερο περιμένω από τους άλλους να μου δώσουν επιβεβαίωση, αποδοχή, ή ακόμα και απλά ένα χαμόγελο κατανόησης, τόσο περισσότερο απομακρύνομαι από τον πυρήνα μου.
Αναρωτιέμαι συχνά γιατί συμβαίνει αυτό. Είναι άραγε μια φυσική ανάγκη για σύνδεση; Ή μήπως είναι κάτι βαθύτερο – μια ανασφάλεια που μας δένει χειροπόδαρα από μικρή ηλικία, ένας φόβος πως αν δεν είμαστε “αρκετοί” στα μάτια των άλλων, τότε παύουμε να υπάρχουμε; Θυμάμαι τον εαυτό μου ως παιδί, να κοιτάζω γύρω μου και να περιμένω το νεύμα της έγκρισης. Από τον δάσκαλο, από τους φίλους, από τους γονείς. Κάθε “μπράβο”, κάθε επιβράβευση ήταν μια γιορτή, ένα εισιτήριο προς την αίσθηση πως αξίζω. Όμως, τι γίνεται όταν η έγκριση δεν έρχεται; Τι γίνεται όταν οι άλλοι δεν προσφέρουν αυτό που προσδοκούμε;
Μου πήρε χρόνο να καταλάβω πως οι άλλοι δεν έχουν υποχρέωση να μας δώσουν τίποτα. Η επιβεβαίωση, η αγάπη, η αποδοχή, δεν είναι δικαιώματα που κληρονομούμε. Είναι δώρα που είτε προσφέρονται από καρδιάς είτε όχι. Αλλά εμείς συχνά το ξεχνάμε αυτό. Στεκόμαστε σε αναμονή, ελπίζουμε, προσδοκούμε. Και όταν δεν παίρνουμε αυτό που ζητάμε, πονάμε. Και ο πόνος αυτός, όσο βαθύς κι αν είναι, δεν είναι τίποτε άλλο από την αντανάκλαση της απογοήτευσής μας. Όχι επειδή οι άλλοι μας απογοήτευσαν, αλλά επειδή εμείς οι ίδιοι επιτρέψαμε στον εαυτό μας να εξαρτάται.
Η ουσία του εαυτού μας δεν είναι κάτι που μπορεί να μας προσφέρει κάποιος άλλος. Είναι κάτι που γεννιέται, ζει και ανθίζει μόνο μέσα μας. Κάθε φορά που περιμένουμε να μας αναγνωρίσουν, να μας αποδεχτούν ή να μας αγαπήσουν οι άλλοι, παραδίδουμε ένα κομμάτι αυτής της ουσίας. Και έτσι ξεκινά ο φαύλος κύκλος. Όσο περισσότερο εξαρτόμαστε από τους άλλους, τόσο πιο άδειοι νιώθουμε. Και όσο πιο άδειοι νιώθουμε, τόσο περισσότερο κυνηγάμε αυτό που μας λείπει έξω από εμάς, σε ένα μέρος που δεν πρόκειται ποτέ να το βρούμε.
Η ζωή μας διδάσκει συνεχώς την αξία της αυτάρκειας. Όχι της απομόνωσης, αλλά της εσωτερικής πληρότητας. Δεν μιλάω για μια αυτάρκεια που σε απομακρύνει από τους άλλους, αλλά για εκείνη την ήσυχη σιγουριά που σου επιτρέπει να σταθείς ακέραιος, ακόμα κι όταν οι άλλοι δεν είναι εκεί για να σου δώσουν αυτό που χρειάζεσαι. Είναι η σιγουριά που λέει πως δεν πειράζει αν δεν λάβεις την αποδοχή, αν δεν ακούσεις το “μπράβο”. Εσύ ξέρεις ποιος είσαι. Εσύ ξέρεις την αξία σου.
Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο κομμάτι. Να μάθεις να αναγνωρίζεις την αξία σου μόνος σου. Είναι εύκολο να πέσεις στην παγίδα του να συγκρίνεσαι με τους άλλους, να μετράς την επιτυχία ή την ευτυχία σου με βάση εξωτερικά κριτήρια. Οι άλλοι γίνονται οι καθρέφτες μας, και συχνά βλέπουμε σε αυτούς αυτό που φοβόμαστε ή αγαπάμε στον εαυτό μας. Αλλά ο αληθινός καθρέφτης είναι μέσα μας. Κι όταν στρέψουμε το βλέμμα εκεί, τότε αρχίζουμε να βλέπουμε την ουσία μας.
Αναρωτιέμαι αν όλοι μας μπορούμε να βρούμε αυτό το σημείο ισορροπίας. Εκεί που η σύνδεση με τους άλλους δεν γίνεται βάρος ή ανάγκη, αλλά επιλογή. Εκεί που αγαπάμε και αγαπιόμαστε χωρίς να απαιτούμε, χωρίς να περιμένουμε. Να μάθουμε να δίνουμε χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας, να δεχόμαστε χωρίς να αισθανόμαστε ότι είμαστε λιγότεροι. Είναι μια τέχνη, ίσως η πιο δύσκολη τέχνη που θα κληθούμε να μάθουμε στη ζωή μας.
Όσο περιμένεις από τους άλλους, χάνεις την ουσία του εαυτού σου. Αυτή η φράση είναι ένα καμπανάκι. Μια υπενθύμιση πως η ζωή δεν περιμένει. Δεν περιμένει να σου πουν οι άλλοι πως είσαι αρκετός για να τη ζήσεις. Δεν περιμένει να σου δώσουν το “εντάξει” για να ξεκινήσεις. Η ζωή προχωρά, και αν δεν προχωρήσεις μαζί της, μένεις πίσω. Χάνεις στιγμές, χάνεις ευκαιρίες, χάνεις την ίδια σου την ύπαρξη.
Αν κοιτάξω πίσω, μπορώ να δω όλες εκείνες τις στιγμές που περίμενα. Περίμενα να με συγχαρούν, να με αποδεχτούν, να με αγαπήσουν. Και σε αυτές τις στιγμές, όσο περίμενα, έχανα. Έχασα τον χρόνο μου, την ενέργειά μου, τον εαυτό μου. Αλλά το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα ήταν αυτό: όσο πιο πολύ περιμένεις, τόσο περισσότερο παγιδεύεσαι. Η ελευθερία δεν βρίσκεται στο να παίρνεις από τους άλλους αυτό που θες. Βρίσκεται στο να σταματήσεις να το περιμένεις.
Σκέφτομαι την ουσία. Την ουσία του εαυτού μου. Είναι σαν ένα μικρό φως που καίει μέσα μας. Όσο βασιζόμαστε στους άλλους για να το τροφοδοτήσουν, το φως αυτό φθίνει. Γίνεται αδύναμο, λιγοστεύει. Αλλά όταν το προστατεύουμε, όταν το φροντίζουμε εμείς οι ίδιοι, τότε φουντώνει, γίνεται δυνατό, γίνεται φάρος. Και αυτός ο φάρος δεν φωτίζει μόνο εμάς, αλλά και τους άλλους γύρω μας. Ίσως αυτό είναι το μεγαλύτερο παράδοξο: όσο πιο πολύ φροντίζουμε τον εαυτό μας, τόσο πιο πολύ έχουμε να δώσουμε στους άλλους.
Δεν χρειάζεται να σταματήσουμε να αγαπάμε, να συνδεόμαστε, να περιμένουμε. Αλλά χρειάζεται να σταματήσουμε να εξαρτόμαστε. Η διαφορά είναι λεπτή, αλλά ζωτικής σημασίας. Η αγάπη που δίνουμε όταν είμαστε πλήρεις μέσα μας, είναι η μόνη αγάπη που δεν ζητάει τίποτα σε αντάλλαγμα. Είναι η αγάπη που απελευθερώνει, όχι που κρατάει αιχμάλωτους. Και αυτή η αγάπη ξεκινά από εμάς.
Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι αυτό: πώς θα ήταν η ζωή μου αν σταματούσα να περιμένω; Αν σταματούσα να περιμένω από τους άλλους να μου δώσουν αυτό που μόνο εγώ μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου; Νιώθω έναν αέρα ελευθερίας να με γεμίζει. Δεν είναι εύκολο, το ξέρω. Αλλά ίσως αυτή είναι η αληθινή πρόκληση. Να βρούμε την ουσία μας, να τη φροντίσουμε, και να αφήσουμε τους άλλους να μας δουν όπως είμαστε – όχι όπως θα θέλαμε να μας δουν. Και αν μας δεχτούν, καλώς. Αν όχι, πάλι καλώς. Γιατί εμείς, μέσα μας, θα έχουμε βρει αυτό που χρειαζόμαστε.