Υπάρχει μια ανησυχητική αλήθεια που πλανιέται στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, μια αλήθεια που σπάνια παραδεχόμαστε, αλλά που καθοδηγεί τα περισσότερα από τα βήματά μας: είμαστε αχόρταγοι. Το παράδοξο αυτής της λέξης δεν είναι μόνο ότι περιγράφει την επιθυμία μας για περισσότερα, αλλά ότι αντικατοπτρίζει την αιώνια πάλη μας ανάμεσα σε αυτό που έχουμε και σε αυτό που πιστεύουμε ότι μας λείπει.
Όλοι γνωρίζουμε εκείνη τη στιγμή που αποκτήσαμε κάτι που θέλαμε πολύ – μια νέα δουλειά, ένα σπίτι, μια σχέση, ένα αντικείμενο που λαχταρούσαμε. Για λίγο νιώθουμε πλήρεις, σαν να έχουμε αγγίξει την πληρότητα της ύπαρξης. Και όμως, πριν καλά-καλά χαρούμε τη στιγμή, κάτι νέο εμφανίζεται στο μυαλό μας: μια καινούργια φιλοδοξία, μια επόμενη ανάγκη, ένα νέο κενό που ζητά να γεμίσει. Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ποτέ δεν ικανοποιούμαστε με όσα έχουμε;
Ίσως η απάντηση κρύβεται στη φύση του ανθρώπινου νου. Ο νους μας είναι κατασκευασμένος για να ψάχνει, να εξερευνά, να δημιουργεί. Αν δεν ήμασταν αχόρταγοι, ίσως να μην είχαμε ποτέ ανακαλύψει φωτιά, να μην είχαμε χτίσει πολιτισμούς, να μην είχαμε αναζητήσει τα αστέρια. Η αχορταγία μας είναι πηγή δημιουργίας, αλλά και πηγή ανησυχίας. Ενώ μας ωθεί προς τα εμπρός, μας κρατά και δέσμιους σε έναν αέναο αγώνα, έναν αγώνα που δεν έχει τέλος.
Θυμάμαι μια φορά που, παιδί ακόμη, καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας και κοιτούσα το κουτί με τα μπισκότα. Ήταν γεμάτο με τα αγαπημένα μου μπισκότα, και ήμουν τόσο χαρούμενος που το έβλεπα γεμάτο. Έφαγα ένα. Ύστερα άλλο ένα. Στο τρίτο μπισκότο, όμως, κάτι μέσα μου άλλαξε. Αντί να νιώθω χαρούμενος που τα είχα, άρχισα να ανησυχώ ότι το κουτί σύντομα θα αδειάσει. Δεν απολάμβανα πια τη γεύση τους, αλλά φοβόμουν την έλλειψη που θα ερχόταν. Αυτή η σκηνή, τόσο απλή, είναι μια μικρογραφία της ζωής μας: αντί να χαρούμε αυτό που έχουμε, η σκέψη του τι θα χάσουμε ή τι μας λείπει κλέβει την παρούσα στιγμή.
Η αχορταγία, ωστόσο, δεν είναι μόνο ατομική. Είναι και συλλογική. Ζούμε σε έναν κόσμο που μας εκπαιδεύει να θέλουμε περισσότερα – περισσότερα χρήματα, περισσότερη δύναμη, περισσότερη αναγνώριση. Τα μέσα ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν καθημερινά με εικόνες και μηνύματα που μας υπενθυμίζουν τι δεν έχουμε, κάνοντάς μας να νιώθουμε ότι πάντα κάτι μας λείπει. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που δεν γνωρίζει την έννοια της ικανοποίησης, που κυνηγά το «περισσότερο» χωρίς να σταματά ποτέ να ρωτήσει: «Μα γιατί;»
Η φιλοσοφία, βέβαια, δεν έμεινε αμέτοχη μπροστά σε αυτό το θέμα. Οι Στωικοί έλεγαν ότι η ευτυχία βρίσκεται όχι στην απόκτηση, αλλά στην αυτάρκεια. Ο Επίκτητος, για παράδειγμα, δίδασκε ότι δεν έχει σημασία τι έχεις, αλλά πώς το αντιλαμβάνεσαι. Αν μάθεις να εκτιμάς όσα ήδη έχεις, τότε είσαι πραγματικά πλούσιος. Αλλά το να το λες είναι εύκολο. Το να το ζεις, όμως, είναι άλλο θέμα.
Υπάρχει μια αλήθεια που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε: ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να θέλει. Αυτό το «θέλω» είναι που μας κινεί, που μας δίνει σκοπό. Αλλά είναι και αυτό που μας εξαντλεί. Είναι σαν να προσπαθούμε να γεμίσουμε μια άβυσσο, μια τρύπα που όσο κι αν προσπαθούμε, ποτέ δεν γεμίζει. Και ίσως, τελικά, αυτή η τρύπα να μην είναι κενή επειδή μας λείπει κάτι, αλλά επειδή προσπαθούμε να τη γεμίσουμε με τα λάθος πράγματα.
Μια από τις πιο ισχυρές στιγμές συνειδητοποίησης για μένα ήταν όταν παρατήρησα έναν γέροντα σε ένα πάρκο. Καθόταν σε ένα παγκάκι, κοιτούσε τα πουλιά που πετούσαν και χαμογελούσε. Δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο μαζί του – ούτε τηλέφωνο, ούτε βιβλίο, ούτε παρέα. Ήταν μόνος του, και φαινόταν απόλυτα ικανοποιημένος. Τον πλησίασα και του μίλησα. «Τι σκέφτεστε;» τον ρώτησα. Εκείνος μου απάντησε: «Σκέφτομαι πόσο τυχερός είμαι που μπορώ να δω τα πουλιά και να νιώσω τον αέρα στο πρόσωπό μου. Αυτό μου αρκεί.» Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πόσο σπάνιο είναι να νιώθεις ότι κάτι «σου αρκεί».
Αλλά πώς μπορούμε να μάθουμε να νιώθουμε έτσι; Πώς μπορούμε να δαμάσουμε την αχορταγία μας; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στην ευγνωμοσύνη. Όχι την επιφανειακή ευγνωμοσύνη, που λέμε για να πείσουμε τον εαυτό μας ότι είμαστε ικανοποιημένοι, αλλά τη βαθιά, ειλικρινή ευγνωμοσύνη που γεννιέται όταν κοιτάζουμε τη ζωή μας και αναγνωρίζουμε όλα όσα έχουμε ήδη. Είναι εύκολο να επικεντρωνόμαστε σε όσα μας λείπουν, αλλά η πραγματική πρόκληση είναι να δούμε την ομορφιά σε όσα ήδη έχουμε.
Ένας τρόπος για να το κάνουμε αυτό είναι να ζούμε περισσότερο στο παρόν. Η αχορταγία συχνά πηγάζει από τη σκέψη του μέλλοντος – του τι θα έρθει, τι θα θέλαμε να έρθει. Όταν, όμως, επιστρέφουμε στο «τώρα», όταν μαθαίνουμε να εκτιμούμε τη στιγμή, τότε η αχορταγία αρχίζει να υποχωρεί. Είναι σαν να σταματάμε να γεμίζουμε την τρύπα με άμμο και να την αφήνουμε να γεμίσει με νερό – με κάτι φυσικό, αληθινό.
Ίσως ποτέ να μην καταφέρουμε να απαλλαγούμε εντελώς από την αχορταγία μας. Ίσως αυτό να είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης μας, μέρος του ποιοι είμαστε. Αλλά μπορούμε να την κατανοήσουμε. Μπορούμε να τη δούμε όπως είναι – όχι σαν εχθρό, αλλά σαν ένα εργαλείο που μας βοηθά να προχωράμε, αρκεί να μην την αφήνουμε να μας ελέγχει. Και ίσως, τελικά, αυτό να είναι το μεγαλύτερο μάθημα: να ζούμε ανάμεσα στο «έχω» και στο «θέλω», χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας.
Καθώς τελειώνω αυτές τις σκέψεις, κοιτάζω γύρω μου και προσπαθώ να δω τι έχω αυτή τη στιγμή. Όχι τι θα ήθελα, όχι τι μου λείπει, αλλά τι είναι εδώ, τώρα. Και ξαφνικά, όλα φαίνονται λίγο πιο φωτεινά, λίγο πιο γεμάτα. Ίσως η αχορταγία δεν είναι πρόβλημα που πρέπει να λύσουμε, αλλά μια υπενθύμιση να επιστρέφουμε συνεχώς σε αυτό που πραγματικά έχει σημασία.