Είναι μια απλή φράση, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη βάθος. Έχει μέσα της όλη την ουσία της ανθρώπινης σύνδεσης, την αλήθεια της παρουσίας, την ανάγκη του να βρίσκεσαι και να υπάρχεις αληθινά με κάποιον άλλον. Είναι σαν μια ευχή, μια υπενθύμιση για όλους μας, να ψάχνουμε εκείνο το άτομο που δεν απλά θα μας κοιτά, αλλά θα μας βλέπει. Θα βλέπει εμάς. Την ψυχή μας, τα φθαρμένα και τα φωτεινά μας κομμάτια.
Σκέψου για μια στιγμή πώς νιώθεις όταν σε κοιτούν πραγματικά. Όχι με μια βιαστική, περαστική ματιά, αλλά με εκείνη τη βαθιά, γεμάτη περιέργεια και κατανόηση ματιά που σε καθηλώνει. Που νιώθεις πως το βλέμμα του άλλου περνάει από τα μάτια σου σαν φως που ξεκλειδώνει τις πιο απόκρυφες γωνιές της ύπαρξής σου. Είναι σπάνιο, έτσι δεν είναι; Σπάνιο να βρίσκεις κάποιον που δεν φοβάται να βουτήξει βαθιά στο δικό σου χάος και να σταθεί εκεί, να σε αποδεχθεί όπως είσαι, χωρίς να κρίνει, χωρίς να θέλει να αλλάξει κάτι.
Κι όμως, αυτός ο κάποιος υπάρχει. Είναι εκεί έξω, ίσως πιο κοντά απ’ ό,τι νομίζεις. Μπορεί να είναι ένας φίλος, ένας σύντροφος ή ακόμα κι ένας ξένος που δεν περίμενες ποτέ να γίνει τόσο σημαντικός. Το δύσκολο δεν είναι να τον βρεις, αλλά να είσαι κι εσύ έτοιμος να κοιτάξεις πίσω. Γιατί το να κοιτάς κάποιον και να χάνεσαι στη ματιά του δεν είναι μόνο μια πράξη λήψης· είναι κι ένα δόσιμο. Πρέπει να αφήσεις το βλέμμα σου να μιλήσει, να πει εκείνα που οι λέξεις δεν μπορούν. Να αφήσεις την καρδιά σου να γίνει διαφανής, για να δεις και να ειδωθείς.
Θυμάμαι μια στιγμή, πριν από χρόνια, όταν κάθισα απέναντι από έναν άνθρωπο που σήμαινε πολλά για μένα. Δεν μιλήσαμε πολύ. Δεν υπήρχε ανάγκη για λέξεις. Μόνο οι ματιές μας. Εκείνη η σιωπή ήταν πιο γεμάτη από οποιοδήποτε διάλογο. Τα βλέμματα μίλησαν. Μου είπε «είμαι εδώ». Και του απάντησα «κι εγώ είμαι εδώ». Χωρίς φόβο, χωρίς ανησυχία. Μόνο παρόντες, πλήρως. Από εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πως η πραγματική σύνδεση είναι πάντα σιωπηλή, πάντα κοιτάζεται, όχι μιλιέται.
Κι όμως, ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι σπάνια κοιτάζονται στα μάτια. Σκεπάζουμε τα βλέμματά μας με οθόνες, με βιαστικές κουβέντες, με χαμόγελα που δεν φτάνουν στην ψυχή. Μας φοβίζει η ένταση μιας πραγματικής ματιάς. Ίσως γιατί μέσα από το βλέμμα του άλλου βλέπουμε και τον ίδιο μας τον εαυτό. Και αυτός ο καθρέφτης μπορεί να είναι τρομακτικός. Ίσως να φοβόμαστε πως δεν θα μας αποδεχθούν, πως δεν θα μας δουν όπως θέλουμε να φαινόμαστε.
Αλλά πρέπει να τολμήσεις. Να αφήσεις το βλέμμα σου να εκτεθεί. Να αφήσεις τον άλλον να σε δει και να δεις κι εσύ. Γιατί μόνο τότε μπορεί να έρθει η σύνδεση. Η πραγματική, αληθινή σύνδεση που δεν στηρίζεται σε μάσκες, αλλά στη γυμνή, ωμή αλήθεια του ποιος είσαι.
Βρες κάποιον που θα σε κοιτάζει και θα χάνεται στη ματιά σου. Αυτό σημαίνει να βρεις κάποιον που μπορεί να δει πέρα από την επιφάνεια. Κάποιον που βλέπει τις πληγές σου και τις αποδέχεται, που βλέπει τα όνειρά σου και τα στηρίζει, που βλέπει τα λάθη σου και τα συγχωρεί. Είναι εκείνος που βλέπει την ομορφιά σου, όχι γιατί είσαι τέλειος, αλλά γιατί είσαι αληθινός.
Και ίσως να αναρωτιέσαι: Πώς βρίσκεις έναν τέτοιο άνθρωπο; Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα. Δεν είναι κάτι που σχεδιάζεις ή επιδιώκεις με προσπάθεια. Ένας τέτοιος άνθρωπος έρχεται στη ζωή σου όταν εσύ είσαι έτοιμος να τον δεις. Όταν έχεις δουλέψει με τον εαυτό σου, όταν έχεις μάθει να αγαπάς και να αποδέχεσαι εσένα. Γιατί το βλέμμα που θα χάσει ο άλλος στη ματιά σου πρέπει πρώτα να έχει χώρο, να μην είναι γεμάτο ανασφάλειες και φόβους.
Είναι τόσο όμορφο να μοιράζεσαι εκείνες τις στιγμές που τα λόγια περισσεύουν, που μια ματιά είναι αρκετή για να νιώσεις πως δεν είσαι μόνος. Να ξέρεις πως υπάρχει κάποιος που σε βλέπει, πραγματικά σε βλέπει, και δεν φεύγει. Ακόμα κι όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, ακόμα κι όταν νιώθεις πως δεν αξίζεις.
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που θα σε κοιτάξει όταν γελάς και θα γελάσει μαζί σου· που θα σε κοιτάξει όταν κλαις και δεν θα προσπαθήσει να σου πει ότι όλα είναι καλά, αλλά θα σταθεί εκεί, απλά για να είναι δίπλα σου. Είναι αυτός που δεν φοβάται να χαθεί στη ματιά σου, γιατί ξέρει πως ό,τι βρει εκεί μέσα –το καλό, το δύσκολο, το όμορφο και το σκοτεινό– είναι αυτό που σε κάνει εσένα.
Να θυμάσαι, όμως, πως η αγάπη και η αληθινή σύνδεση δεν είναι ποτέ μονόδρομος. Όπως ψάχνεις κάποιον που θα χαθεί στη ματιά σου, έτσι πρέπει κι εσύ να είσαι εκείνος που θα κοιτάξει τον άλλον με τον ίδιο τρόπο. Με την ίδια αφοσίωση, με την ίδια αποδοχή. Να είσαι κι εσύ καθρέφτης του άλλου. Γιατί οι πιο δυνατές σχέσεις είναι εκείνες όπου και οι δύο χάνουν τα σύνορα του «εγώ» και «εσύ» μέσα από το βλέμμα τους.
Η μαγεία μιας ματιάς δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως. Είναι μια αίσθηση που ξεπερνά τη λογική, μια στιγμή όπου δύο ψυχές αγγίζονται χωρίς καν να χρειαστεί να κουνήσουν τα χέρια τους. Είναι η αίσθηση ότι κάποιος σε καταλαβαίνει χωρίς να πεις τίποτα. Ότι κάποιος σε δέχεται, σε βλέπει και σε αγαπά όπως είσαι.
Και αν ακόμη δεν έχεις βρει αυτόν τον κάποιον, μην απελπίζεσαι. Ίσως δεν είναι η ώρα ακόμη. Ίσως να χρειάζεται να δεις εσύ πρώτος τη δική σου ματιά στον καθρέφτη. Να μάθεις να αγαπάς την εικόνα που βλέπεις, ώστε όταν βρεθεί εκείνος ο κάποιος, να μπορέσεις να του δώσεις αυτό που χρειάζεται.
Και όταν τον βρεις, να κρατήσεις εκείνη τη ματιά σαν φυλαχτό. Να μην την αφήσεις να χαθεί στη ρουτίνα, στην καθημερινότητα. Γιατί η σύνδεση είναι ένα δώρο που πρέπει να καλλιεργούμε καθημερινά, ένα φως που χρειάζεται φροντίδα για να μην σβήσει.
Βρες κάποιον που θα σε κοιτάζει και θα χάνεται στη ματιά σου. Και όταν τον βρεις, γίνε κι εσύ αυτός που θα κοιτάζει και θα χάνεται. Στο τέλος, αυτό που όλοι ψάχνουμε είναι να δούμε και να μας δουν, να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Και αυτό αρχίζει πάντα από μια ματιά.